ἀκόνιτος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κόνις]]<br />without [[dust]]. | |mdlsjtxt=[[κόνις]]<br />without [[dust]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<b class="num">1</b> [ῑ],<br><b class="num">1</b> <i>[[unbestäubt]], [[kampflos]], [[mühelos]]</i>, Qu.Sm. 4.319.<br><b class="num">2</b> <i>[[ungepicht]]</i>, Dioscor.<br /><b class="num">2</b> [ῑ], ἡ, = [[ἀκόνιτον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:43, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, (κονίω)
without dust, combat or struggle, Q.S.4.319.
II f.l. for ἀκώνητος, Dsc.1.7; for κωνικός, Arist.GA739b12.
Spanish (DGE)
(ἀκόνῑτος) -ον
• Grafía: graf. -νη- Hsch.
1 carente de polvo e.e. carente de esfuerzo ἔλαβον ἀκόνιτον ἄεθλον Q.S.4.319.
2 adv. ἀκονίτως = sin esfuerzo Hsch. < ἀκόνῑτος ἄκονοι· > ἀκόνῑτος, -ου, ἡ
1 bot. antora, Aconitum anthora L., prob. Euph.56.
2 veneno extraído de la planta AP 11.123 (Hedyl.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans poussière, sans combat, sans effort.
Étymologie: ἀ, κονίω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόνῑτος: ὁ Anth. = ἀκόνιτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόνῑτος: -ον, (κονίω) ἄνευ κονιορτοῦ, ἀγῶνος καὶ πάλης, Κόϊντ. Σμ. 4. 319. ΙΙ = ἀκώνιστος, Διοσκ. 1.6. - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
ἀκόνιτος, -ον (Α) κονίω
1. αυτός που δεν έχει λερωθεί από τη σκόνη του στίβου ή της παλαίστρας
2. όποιος πετυχαίνει κάτι χωρίς αγώνα και κόπο.
Greek Monotonic
ἀκόνῑτος: -ον (κόνις), ο χωρίς κονιορτό, σκόνη.
Middle Liddell
German (Pape)
1 [ῑ],
1 unbestäubt, kampflos, mühelos, Qu.Sm. 4.319.
2 ungepicht, Dioscor.
2 [ῑ], ἡ, = ἀκόνιτον.