ἀνάρρινον: Difference between revisions

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνάρρινον]], το (Α) [[ρις]]<br /><b>1.</b> [[χόρτο]] δριμύ στη [[γεύση]], το [[κάρδαμο]]<br /><b>2.</b> [[φυτό]] αντίρρινον ([[κατά]] τον βοτανικό Διοσκορίδη)<br /><b>3.</b> αυτό που προκαλεί [[φτάρνισμα]].
|mltxt=[[ἀνάρρινον]], το (Α) [[ρις]]<br /><b>1.</b> [[χόρτο]] δριμύ στη [[γεύση]], το [[κάρδαμο]]<br /><b>2.</b> [[φυτό]] αντίρρινον ([[κατά]] τον βοτανικό Διοσκορίδη)<br /><b>3.</b> αυτό που προκαλεί [[φτάρνισμα]].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], τό, <i>ein [[scharfes]], beißendes [[Gewächs]]</i>, Arist. <i>Probl</i>. 20.22; Ath. IX.369a; <i>[[Kresse]] oder [[Meerrettig]]</i> ?
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρρῑνον Medium diacritics: ἀνάρρινον Low diacritics: ανάρρινον Capitals: ΑΝΑΡΡΙΝΟΝ
Transliteration A: anárrinon Transliteration B: anarrinon Transliteration C: anarrinon Beta Code: a)na/rrinon

English (LSJ)

τό, A = κάρδαμον, nose-smart, Arist.Pr.925a30, Speus. ap. Ath.9.369b, prob. in Nic.Fr.84. II = ἀντίρρινον, Dsc.4.130 (prob.), Gal.11.834. III sternutative, Hp. ap. Gal.19.79.

Spanish (DGE)

(ἀνάρρῑνον) -ου, τό
I estornudatorio Hp. en Gal.19.79.
II bot.
1 mastuerzo, Lepidium sativum L., Arist.Pr.925a30, cf. Nic.Fr.84, Speus.23.
2 dragón, boca de dragón quizá Antirrhinum maius L., Dsc.4.130, cf. Gal.11.834.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάρρῑνον: τό анаррин (род растения с едким соком) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρρῑνον: τό, δριμύ τι φυτόν, πιθ. τὸ κάρδαμον, nasturtium, Ἀριστ. Προβλ. 20. 22. - «ῥαφανίς, γογγυλίς, ῥάφυς, ἀνάρρινον, ὅμοια» Σπεύσιππ. παρ’ Ἀθηναίῳ 9. 369Β. ἐν τῷ Γαληνοῦ Γλωσσ. σ. 432 ὑπάρχουσι τὰ ἑξῆς: «ἀνάρρινον τὸν διὰ τῶν ῥινῶν παλίσσυτον ἰόν· ἔνιοι δὲ διαιροῦσιν, ἀνὰ ῥινὸν εἶναι, ἀνὰ τὸ δέρμα».

Greek Monolingual

ἀνάρρινον, το (Α) ρις
1. χόρτο δριμύ στη γεύση, το κάρδαμο
2. φυτό αντίρρινον (κατά τον βοτανικό Διοσκορίδη)
3. αυτό που προκαλεί φτάρνισμα.

German (Pape)

[ῑ], τό, ein scharfes, beißendes Gewächs, Arist. Probl. 20.22; Ath. IX.369a; Kresse oder Meerrettig ?