λογικεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[λογικεύομαι]]) [[λογικός]]<br />[[σκέπτομαι]] λογικά, [[συνάγω]] [[λογικό]] [[συμπέρασμα]], [[συλλογίζομαι]] [[ορθά]] και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λογικός]], [[συνετός]], [[βάζω]] [[μυαλό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προικίζω]] με [[λογική]]<br /><b>2.</b> [[διαλέγομαι]], [[συζητώ]], [[εκθέτω]] επιχειρήματα [[υπέρ]] ή [[κατά]]. | |mltxt=(AM [[λογικεύομαι]]) [[λογικός]]<br />[[σκέπτομαι]] λογικά, [[συνάγω]] [[λογικό]] [[συμπέρασμα]], [[συλλογίζομαι]] [[ορθά]] και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γίνομαι]] [[λογικός]], [[συνετός]], [[βάζω]] [[μυαλό]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προικίζω]] με [[λογική]]<br /><b>2.</b> [[διαλέγομαι]], [[συζητώ]], [[εκθέτω]] επιχειρήματα [[υπέρ]] ή [[κατά]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>einen logischen [[Schluß]] [[machen]]</i>, Sp., vgl. Lobeck <i>zu Phryn</i>. 198. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 24 November 2022
English (LSJ)
to be merely arguing, πρὸς ἐπίδειξιν Dam.Pr.320, cf. 162.
Greek (Liddell-Scott)
λογῐκεύομαι: κάμνω λογικὸν συμπέρασμα, συλλογίζομαι κατὰ τοὺς κανόνας τῆς λογικῆς, Ἐκκλ. κλ., ἴδε Λοβ. Φρύν. 198.
Greek Monolingual
(AM λογικεύομαι) λογικός
σκέπτομαι λογικά, συνάγω λογικό συμπέρασμα, συλλογίζομαι ορθά και σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής
νεοελλ.
γίνομαι λογικός, συνετός, βάζω μυαλό
αρχ.
1. προικίζω με λογική
2. διαλέγομαι, συζητώ, εκθέτω επιχειρήματα υπέρ ή κατά.
German (Pape)
einen logischen Schluß machen, Sp., vgl. Lobeck zu Phryn. 198.