διαδέρκομαι: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=δια- | |elnltext=δια-δέρκομαι door... heen zien:; οὐδ’ ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ zelfs Helios zou ons beiden daar niet doorheen kunnen zien Il. 14.344; rondkijken:. πάντῃ δὲ διέδρακεν hij keek overal rond Theocr. 25.233. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαδέρκομαι:''' αόρ. | |lsmtext='''διαδέρκομαι:''' αόρ. βʹ <i>-έδρᾰκον</i>, αποθ., [[βλέπω]] [[κάτι]] μέσα από [[κάτι]] [[άλλο]]· οὐδ' ἂν [[νῶϊ]] διαδράκοι, δεν μπορεί να μας δει μέσα από (τη [[συννεφιά]]), σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=aor2 -έδρᾰκον<br />Dep. to see [[through]], οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us [[through]] (the [[cloud]]), Il. | |mdlsjtxt=aor2 -έδρᾰκον<br />Dep. to see [[through]], οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us [[through]] (the [[cloud]]), Il. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[δέρκομαι]]), <i>[[durchblicken]]; Einen durch [[Etwas]] [[hindurch]] [[erblicken]]</i>; [[Homer]]. <i>Il</i>. 14.344 μήτε [[θεῶν]] τό γε [[δείδιθι]] μήτε τιν' ἀνδρῶν [[ὄψεσθαι]]· τοῖόν τοι ἐγὼ [[νέφος]] ἀμφικαλύψω χρύσεον. οὐδ' ἂν νῶι διαδράκοι ἠέλιός περ, οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται [[φάος]] [[εἰσοράασθαι]]. – Stasin. bei Tzetz. <i>Chil</i>. 2.713. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
aor. -έδρᾰκον, A see one thing through another, οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us through [the cloud], Il.14.344. 2 look about, πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφθαλμοῖσι Theoc.25.233. II see over, νῆσον Cypr.11.3.
Spanish (DGE)
1 ver a través de οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ ni Helios nos podría ver a través (de la nube) Il.14.344, cf. Gr.Naz.M.37.1560A.
2 escudriñar πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφθαλμοῖσι σκεπτόμενος Theoc.25.233
•abarcar con la vista νῆσον ἅπασαν de Linceo Cypr.15.3.
French (Bailly abrégé)
ao. opt. 3ᵉ sg. διαδράκοι;
voir à travers, acc..
Étymologie: διά, δέρκομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-δέρκομαι door... heen zien:; οὐδ’ ἂν νῶϊ διαδράκοι Ἠέλιός περ zelfs Helios zou ons beiden daar niet doorheen kunnen zien Il. 14.344; rondkijken:. πάντῃ δὲ διέδρακεν hij keek overal rond Theocr. 25.233.
Russian (Dvoretsky)
διαδέρκομαι: глядеть (на)сквозь: οὐδ᾽ ἂν νῶϊ διαδράκοι ἠέλιός περ Hom. (сквозь это облако) даже солнце не проглянуло бы на нас.
English (Autenrieth)
aor. opt. διαδράκοι: look through at, Il. 14.344†.
Greek Monolingual
διαδέρκομαι (Α) δέρκομαι
1. βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο
2. διαβλέπω, διακρίνω.
Greek Monotonic
διαδέρκομαι: αόρ. βʹ -έδρᾰκον, αποθ., βλέπω κάτι μέσα από κάτι άλλο· οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι, δεν μπορεί να μας δει μέσα από (τη συννεφιά), σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
διαδέρκομαι: ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., βλέπω τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. διαβλέπω, διακρίνω, νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713).
Middle Liddell
aor2 -έδρᾰκον
Dep. to see through, οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us through (the cloud), Il.
German (Pape)
(δέρκομαι), durchblicken; Einen durch Etwas hindurch erblicken; Homer. Il. 14.344 μήτε θεῶν τό γε δείδιθι μήτε τιν' ἀνδρῶν ὄψεσθαι· τοῖόν τοι ἐγὼ νέφος ἀμφικαλύψω χρύσεον. οὐδ' ἂν νῶι διαδράκοι ἠέλιός περ, οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι. – Stasin. bei Tzetz. Chil. 2.713.