δημόθεν: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δημόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1 | |elrutext='''δημόθεν:''' adv.<br /><b class="num">1</b> [[из общественных средств]] (δοῦναί τι Hom.);<br /><b class="num">2</b> (преимущ. о происхождении) из дема (δ. Εὐπυρίδης Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 13:15, 25 November 2022
English (LSJ)
Adv. A at the public cost, δημόθεν ἄλφιτα δῶκα Od.19.197. 2 from among the people, A.R.1.7. II δ. εὐπυρίδης an Eupyrian by deme, IG3.121.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): δαμ- AP 9.316 (Leon.)
adv.
I del pueblo δ. ἄλφιτα ... καὶ ... οἶνον ἀγείρας Od.19.197, ὅν τιν' ἴδοιτο δ. οἰοπέδιλον a uno del pueblo que viera calzado sólo con una sandalia, e.d., Jasón, A.R.1.7, cf. Call.Fr.93.15.
II 1desde el demo ἀγροὺς δ. ... νεῖσθε AP l.c.
2 por su demo de origen πατρὸς τοὔνομ' ἔχων δ. Εὐπυρίδης llevando el nombre de su padre, siendo Eupírida por su demo, IG 22.3015.5 (III d.C.).
German (Pape)
[Seite 563] vom Volke her; Hom. einmal, Odyss. 19, 197 καὶ οἷ τοῖς τ' ἄλλοις ἑτάροις δημόθεν ἄλφιτα δῶκα καὶ οἶνον ἀγείρας καὶ βοῦς ἱρεύσασθαι, aus öffentlichen Mitteln, von Volkes wegen. – Ap. Rh. 1, 7. – Bei den Att. = aus dem Demos gebürtig, Ep. ad. 170 (App. 328).
French (Bailly abrégé)
adv.
au nom ou aux frais du peuple.
Étymologie: δῆμος, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημόθεν [δῆμος] adv., op kosten van het volk.
Russian (Dvoretsky)
δημόθεν: adv.
1 из общественных средств (δοῦναί τι Hom.);
2 (преимущ. о происхождении) из дема (δ. Εὐπυρίδης Anth.).
English (Autenrieth)
from among the people, Od. 19.197†.
Greek Monolingual
δημόθεν επίρρ. (Α)
1. από τον δήμο
2. φρ. «δημόθεν ἄλφιτα δῶκα» — μοίρασα αλεύρι με δαπάνες του δήμου
2. μέσα από το πλήθος, από τον συγκεντρωμένο κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + (επιρρ. κατάλ.) -θεν].
Greek Monotonic
δημόθεν: (δῆμος), επίρρ.,
I. με δημόσια έξοδα, δαπάνη, σε Ομήρ. Οδ.
II. δημόθεν Εὐπυρίδης, ένας Ευπυρίδης από το δήμο, δηλ. εκ γενετής, εκ τόπου, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
δημόθεν: ἐπιρρ., εἰς βάρος τοῦ δημοσίου, διὰ δημοσίων ἐξόδων, κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ οἴκοθεν, δημόθεν ἄλφιτα δῶκα Ὀδ. Τ.197·- ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ, Ἀπολλ. Ροδ. Α.7. ΙΙ. δημόθεν Εὐπυρίδης, Εὐπυρίδης τῶν δήμων, δηλ. τὴν πατρίδα, Ἀνθ. Π. παραρτ. 328.
Middle Liddell
δῆμος
I. at the public cost, Od.
II. δημόθεν Εὐπυρίδης an Eupyrian by deme, i. e. by birth, place, Anth.