οἴησις: Difference between revisions
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''οἴησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''οἴησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[мнение]] (ἀνθρωπίνη οἴ. Plat.);<br /><b class="num">2</b> Eur., Heracl. ap. Diog. L., Plut. = [[οἴημα]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:20, 25 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (οἴομαι)
A = δόξα, opinion, notion, Pl.Phd.92a, Phdr. 244c, Arist.Po.1461b3; esp. false or vague notion, opp. σαφῶς εἰδέναι, Id.Rh.Al.1431a40, cf. Zeno Stoic.1.20, etc.
II = οἴημα, self-conceit, Heraclit.46, E.Fr.643, Bion ap.D.L.4.50, Ph.1.53, al., Chor. in Rh.Mus.49.512; οἴησις καὶ ὑπερηφανία Phld.Vit.p.29J.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 pensée, opinion;
2 haute opinion de soi-même, présomption.
Étymologie: οἴομαι.
Russian (Dvoretsky)
οἴησις: εως ἡ
1 мнение (ἀνθρωπίνη οἴ. Plat.);
2 Eur., Heracl. ap. Diog. L., Plut. = οἴημα.
Greek (Liddell-Scott)
οἴησις: -εως, ἡ, (οἴομαι) = δόξα, γνώμη, «ἰδέα», Πλάτ. Φαίδων 92Α, Φαῖδρ. 244C ἰδίως ἐσφαλμένη γνώμη, πιθ. γραφὴ ἐν Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 8· ἀντίθετ. πρὸς τὸ σαφῶς εἰδέναι Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 15, 4. ΙΙ. οἴημα, ὑπερηφανία, ἀλαζονεία, ἔπαρσις, Εὐρ. Ἀποσπ. 644, Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 7, Βίων αὐτόθι 4. 50· ἴδε Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 39D.
Greek Monotonic
οἴησις: -εως, ἡ (οἴομαι), γνώμη, «ιδέα», σε Πλάτ.· έπαρση, αλαζονεία, σε Βίωνα.
Middle Liddell
οἴησις, εως, οἴομαι
opinion, an opinion, Plat.: self-conceit, Bion.
German (Pape)
ἡ, das Meinen, die Meinung; ἀνθρωπίνῃ οἰήσει, Plat. Phaedr. 244c; ἐάνπερ μείνῃ ἥδε ἡ οἴησις, Phaed. 92a; auch wie οἴημα, im tadelnden Sinne, Einbildung, Eigendünkel, Plut. und andere Spätere