παρανίσχω: Difference between revisions
ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''παρανίσχω:''' (impf. παρανῖσχον)<br /><b class="num">1 | |elrutext='''παρανίσχω:''' (impf. παρανῖσχον)<br /><b class="num">1</b> [[поднимать]], [[выставлять]] (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[выдаваться наружу]], [[высовываться]], [[торчать сбоку]] ([[ξίφη]] γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:20, 25 November 2022
English (LSJ)
trans., A raise in answer, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς Th.3.22. II intr., stand forth beside, Plu.Aem.32.
German (Pape)
[Seite 491] (s. ἴσχω), = παρανέχω, dabei erheben, παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς πολλούς, Thuc. 3, 22; – intr., dabei hervorragen, Plut. Aem. Paull. 32.
French (Bailly abrégé)
impf. παρανῖσχον;
1 tr. élever à côté de, acc.;
2 intr. s'élever à côté de.
Étymologie: παρά, ἀνίσχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-ανίσχω met acc. in reactie omhooghouden:. παρανῖσχον ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτούς in reactie hielden zij fakkels omhoog vanaf de muur Thuc. 3.22.8. intrans. een beetje omhoogsteken, een beetje uitsteken:. ξίφη... παρανίσχοντα een beetje uitstekende zwaarden Plut. Aem. 32.6.
Russian (Dvoretsky)
παρανίσχω: (impf. παρανῖσχον)
1 поднимать, выставлять (со своей стороны или в ответ) (φρυκτοὺς πολλούς Thuc.);
2 выдаваться наружу, высовываться, торчать сбоку (ξίφη γυμνὰ παρανίσχοντα Plut.).
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
ανατέλλω, αναφαίνομαι («ἦρος παρανίσχοντος», Θεοφύλ. Σ.)
αρχ.
1. σηκώνω, εγείρω κάτι κοντά σε κάτι άλλο, υψώνω κάτι ως απάντηση
2. (αμτβ.) α) στέκομαι κοντά σε κάποιον
β) μτφ. εξέχω, υπερέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἀνίσχω «ανατέλλω»].
Greek Monotonic
παρανίσχω:I. μτβ., εγείρω, υψώνω ως απάντηση, σε Θουκ.
II. αμτβ., σηκώνομαι πλησίον, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
παρανίσχω: μεταβ., ἐγείρω, ὑψώνω ἀνταποκρινόμενος, ἀπὸ τοῦ τείχους φρυκτοὺς Θουκ. 3. 22. ΙΙ. ἀμεταβ., ἵσταμαι πλησίον, ἀνορθοῦμαι πλησίον, Πλουτ. Αἰμίλ. 32.
Middle Liddell
I. trans. to raise in answer, Thuc.
II. intr. to stand forth beside, Plut.