συνεφέπομαι: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συνεφέπομαι:''' (aor. συνεφεσπόμην - ион. [[συνεπεσπόμην]])<br /><b class="num">1 | |elrutext='''συνεφέπομαι:''' (aor. συνεφεσπόμην - ион. [[συνεπεσπόμην]])<br /><b class="num">1</b> [[одновременно следовать]], [[отправляться следом]] Her., Xen., Plat.: συνεφέπειτο αὐτοῖς καὶ τὸ [[ὁπλιτικόν]] Xen. за ними последовали и гоплиты;<br /><b class="num">2</b> [[следить]]: σ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом беседы. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:35, 25 November 2022
English (LSJ)
aor. -εφεσπόμην, Ion. -επεσπόμην, poet. imper. συνεπίσπεο Lyr.Alex.Adesp.20.2:—follow together, Hdt.9.102, X.Cyr. 6.4.10, Pl.Lg.701a, etc.; τινι with one, X.An.4.8.18, etc.: metaph., σ. τῷ λόγῳ Pl.Sph.254c.
French (Bailly abrégé)
suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐφέπομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεφέπομαι [σύν, ἐφέπω] meegaan (met), volgen; met dat.
Russian (Dvoretsky)
συνεφέπομαι: (aor. συνεφεσπόμην - ион. συνεπεσπόμην)
1 одновременно следовать, отправляться следом Her., Xen., Plat.: συνεφέπειτο αὐτοῖς καὶ τὸ ὁπλιτικόν Xen. за ними последовали и гоплиты;
2 следить: σ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом беседы.
Greek (Liddell-Scott)
συνεφέπομαι: ἀόριστ. -εφεσπόμην, Ἰων. -επεσπόμην· ἀποθετ., ― ὡς τὸ συνεπακολουθέω, ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, Ἡρόδ. 5. 47, 9. 102, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10, Πλάτ. Νόμ. 701Α, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 18, κτλ.· μεταφορ., σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Σοφιστ. 254C. Πρβλ. συνέπομαι.
Greek Monolingual
και ιων. τ. παρατ. συνεπεσπόμην Α
1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι και εγώ («ἡ δὲ λαθοῦσα αὐτὸν συνεφείπετο», Ξεν.)
2. μτφ. (σχετικά με δοξασία) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέπομαι «ακολουθώ, παρακολουθώ, προσέχω»].
Greek Monotonic
συνεφέπομαι: αόρ. βʹ -εφεσπόμην, Ιων. -επεσπόμην, αποθ., ακολουθώ από κοινού, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, σε Ξεν.
Middle Liddell
aor2 -εφεσπόμην ionic -επεσπόμην
Dep.:— to follow together, Hdt.; τινι with one, Xen.
German (Pape)
(ἕπομαι), = συνεπακολουθέω, mit od. zugleich folgen, begleiten; Her. 5.47, 9.102; ξυνεφέσπετο δὲ ἐλευθερία, Plat. Legg. III.701a; auch ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ, Soph. 254c; τούτῳ τῷ μύθῳ ὁ ξυνεπισπόμενος εὖ εἴσεται, Ep. VII.344d; Xen. Cyr. 6.4.10 und öfter, und Folgde.