γονυπετής: Difference between revisions

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=γονατιστός). Σύνθετο ἀπό τό [[γόνυ]] + [[πεσεῖν]] ([[πίπτω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[γόνυ]] καί στό [[ρῆμα]] [[πίπτω]].
|mantxt=(=[[γονατιστός]]). Σύνθετο ἀπό τό [[γόνυ]] + [[πεσεῖν]] ([[πίπτω]]). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[γόνυ]] καί στό [[ρῆμα]] [[πίπτω]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονῠπετής Medium diacritics: γονυπετής Low diacritics: γονυπετής Capitals: ΓΟΝΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: gonypetḗs Transliteration B: gonypetēs Transliteration C: gonypetis Beta Code: gonupeth/s

English (LSJ)

ές, (πεσεῖν) falling on the knee, Tim.Pers.189; ἕδραι γ. a kneeling posture, E.Ph.293.

Spanish (DGE)

(γονῠπετής) -ές
1 postrado de hinojos σῶμα Tim.15.176, ἕδραι γονυπετεῖς posturas arrodilladas E.Ph.293, ἱκέτης Synes.Ep.41 (p.58), como pred. ὁ δ' ... γ. ἐδεῖτο αὐτοῦ App.Ill.9, ἀποδέχονται γονυπετεῖς τὴν ἐπαρχότητα reciben postrados de hinojos el cargo de prefecto Lyd.Mag.2.9.
2 adv. -ῶς de hinojos προτρέποντος Lyd.Mag.2.17.

German (Pape)

[Seite 502] ές, knie-, fußfällig, γονυπετεῖς ἕδ ρας προσπιτνῶ σ' ἄναξ Eur. Phoen. 300; Synes.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γονυπετής -ές γόνυ, πίπτω geknield, op zijn knieën:. γονυπετεῖς ἕδρας προσπίτνω σε in een geknielde positie val ik voor u neer Eur. Phoen. 293.

Russian (Dvoretsky)

γονυπετής: (у)павший на колени, коленопреклоненный Eur.

Greek (Liddell-Scott)

γονῠπετής: -ές, (πεσεῖν) πίπτων εἰς τὰ γόνατα, ἕδραι γον., ἡ στάσις τοῦ γονατισμένου, γονατιστός, Εὐρ. Φοιν. 293, Συνέσ. Ἐπ. 57.

Greek Monolingual

-ές (AM γονυπετής, -ές)
ο γονατιστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -πετής < πίπτω (πρβλ. δυσπετής, χαμαιπετής)].

Greek Monotonic

γονῠπετής: -ές (πί-πτω), αυτός που πέφτει στα γόνατα· ἕδραι γονυπετεῖς, η στάση ικεσίας του γονατισμένου, σε Ευρ.

Middle Liddell

γόνυ, πίπτω
falling on the knee, ἕδραι γον. a kneeling posture, Eur.

Mantoulidis Etymological

(=γονατιστός). Σύνθετο ἀπό τό γόνυ + πεσεῖν (πίπτω). Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό γόνυ καί στό ρῆμα πίπτω.