ἀρτιάζω: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[λογαριάζω]], μετρῶ). Ἀπό τό ἐπίθ. [[ἄρτιος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀρτιασμός]] (=τό παιχνίδι «μονά ζυγά»).
|mantxt=(=[[λογαριάζω]], [[μετρῶ]]). Ἀπό τό ἐπίθ. [[ἄρτιος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἀρτιασμός]] (=τό παιχνίδι «μονά ζυγά»).
}}
}}

Revision as of 12:53, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐάζω Medium diacritics: ἀρτιάζω Low diacritics: αρτιάζω Capitals: ΑΡΤΙΑΖΩ
Transliteration A: artiázō Transliteration B: artiazō Transliteration C: artiazo Beta Code: a)rtia/zw

English (LSJ)

(ἄρτιος) A play at odd and even, Ar.Pl.816; ἀστραγάλοις ἀ. Pl.Ly.206e, prob. in Arist.Div.Somn.463b20. II count, AP 12.145.

Spanish (DGE)

1 intr. jugar a acertar si salen pares o nones gener. con tabas ἀστραγάλοις Pl.Ly.206e, Plu.2.741c, cf. Poll.9.101, στατῆρσι ... χρυσοῖς por lujo exagerado, Ar.Pl.816, cf. Sch.ad loc.
abs. Pl.Sis.387e, Arist.Diu.Som.463b20, D.Chr.26.8, Sud.
2 ἀρτιάζειν· σκευάζειν Hsch. (cf. ἀρτίζω).
3 c. ac. contar ψάμμου ἀριθμητὴν ... ψεκάδα AP 12.145.4.

German (Pape)

[Seite 361] 1) gerade od. ungerade spielen, Ar. Plut. 816; Plat. Lys. 206 e; Xen. Hipparch. 5, 10. – 2) genau angeben, zählen, ψεκάδα ἀριθμητήν Ep. ad. 34 (XII, 145).

French (Bailly abrégé)

impf. ἠρτίαζον, ao. ἠρτίασα;
jouer à pair ou impair.
Étymologie: ἄρτιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιάζω:
1 играть в чет и нечет Arph., Plat.;
2 подсчитывать (ψάμμου ψεκάδα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιάζω: μελλ. -άσω, (ἄρτιος) παίζω «μονὰ ζυγά», Λατ. par impar ludere, στατῆρσι δὲ οἱ θεράποντες ἀρτιάζομεν χρυσοῖς Ἀριστοφ. Πλ. 816· ἠρτίαζον ἀστραγάλοις παμπόλλοις Πλάτ. Λύσ. 206Ε· πρβλ. ποσίνδα. ΙΙ. ἀριθμῶ, Ἀνθ. ΙΙ. 12, 145.

Greek Monolingual

ἀρτιάζω (Α)
1. παίζω «μονά ζυγό»
2. μετρώ, αριθμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι ή < άρτιος].

Greek Monotonic

ἀρτιάζω: μέλ. -άσω (ἄρτιος
I. παίζω μονά ζυγά, Λατ. par impar, ludere, σε Αριστοφ.
II. μετρώ, αριθμώ, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἄρτιος
I. to play at odd and even, Lat. par impar ludere, Ar.
II. to count, Anth.

Mantoulidis Etymological

(=λογαριάζω, μετρῶ). Ἀπό τό ἐπίθ. ἄρτιος.
Παράγωγα: ἀρτιασμός (=τό παιχνίδι «μονά ζυγά»).