παλίσσυτος: Difference between revisions
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παλίσσυτος -ον [πάλιν, σεύω] terugsnellend, haastig. | |elnltext=παλίσσυτος -ον [πάλιν, σεύω] [[terugsnellend]], [[haastig]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
ον, (σεύω, ἔσσυμαι) rushing back, π. δράμημα = hurried flight, S.OT193(lyr.); π. στεῖχε E.Supp.388; ὁρμῆσαι Plb. 15.12.2, cf. παλίσσυρτος; χολή Aret.SD1.15; π. φύσις recovering, Id.CA2.3.
German (Pape)
[Seite 452] zurückeilend; παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι πάτρας ἄπουρον, Soph. O. R. 193; στεῖχε, Eur. Suppl. 404; sp. D., wie Nic. Ther. 571; Ap. Rh. 1, 1206; u. in Prosa, παλίσσυτα ὥρμησε τὰ θηρία, Pol. 15, 12, 2; Philo u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se précipite en arrière.
Étymologie: πάλιν, σεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλίσσυτος -ον [πάλιν, σεύω] terugsnellend, haastig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλίσσῠτος: устремляющийся назад, ведущий обратно: δράμημα παλίσσυτον Soph. спешное отступление; π. στεῖχε Eur. (по)спеши вернуться.
Greek Monolingual
παλίσσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -συτος (< συτός < σεύομαι «ορμώ, καταδιώκω»), πρβλ. αυτό-σσυτος].
Greek Monotonic
πᾰλίσσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά εσπευσμένα προς τα πίσω, δρόμημα παλίσσυτον, εσπευσμένη οπισθοχώρηση, σε Σοφ.· παλίσσυτος στείχειν, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίσσυτος: -ον, (σεύω, ἔσσυμαι) ὁ κατεσπευσμένως ὁρμῶν εἰς τὰ ὀπίσω, δρόμημα π., κατεσπευσμένη φυγή, Σοφ. Ο. Τ. 193· παλ. στείχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 388· ὁρμᾶν Πολύβ. 15. 12, 2.
Middle Liddell
πᾰλίσ-σῠτος, ον, σεύω
rushing hurriedly back, δρόμημα π. hurried flight, Soph.; παλ. στείχειν Eur.