ψογερός: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=ψογερός -ά -όν [ψόγος] afkeurend, steeds kritiek leverend. | |elnltext=ψογερός -ά -όν [ψόγος] [[afkeurend]], [[steeds kritiek leverend]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:42, 29 November 2022
English (LSJ)
ά, όν, (ψόγος) A fond of blaming, censorious, libellous, of Archilochus, Pi.P.2.55, Plu.Comp.Cim.Luc.1 (Sup.). Adv. ψογερῶς = by way of blame, Eust.827.29. II blamable, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1401] 1) tadelsüchtig, zum Tadel geneigt; Ἀρχίλοχος Pind. P. 2, 55; Ael. V. H. 3, 7. – 2) tadelnswerth, tadelhaft, Sp.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
enclin à blâmer;
Sp. ψογερώτατος.
Étymologie: ψόγος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψογερός -ά -όν [ψόγος] afkeurend, steeds kritiek leverend.
Russian (Dvoretsky)
ψογερός: склонный к порицанию, придирчивый (Ἀρχίλοχος Pind.): ὁ ψογερώτατος Plut. наиболее суровый критик.
English (Slater)
ψογερός bitter-tongued ψογερὸν Ἀρχίλοχον (P. 2.55)
Greek Monolingual
-ά, -όν, ΜΑ
(με ενεργ. σημ.) (στην αρχ. κυρίως ως προσωνυμία του Αρχιλόχου) αυτός που συνηθίζει να κατακρίνει, να κατηγορεί, φιλοκατήγορος
αρχ.
(με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) ο αξιόμεμπτος.
επίρρ...
ψογερῶς ΜΑ
μσν.
με επίρριψη μομφής
αρχ.
με αξιόμεμπτο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψόγος + κατάλ. -ερός (πρβλ. φλογ-ερός)].
Greek Monotonic
ψογερός: -ά, -όν, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, επικριτικός, φιλοκατήγορος, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
ψογερός: -ά, -όν, (ψόγος) ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐπὶ τοῦ Ἀρχιλόχου, Πινδ. Π. 2. 106, Πλουτ. Κίμ. κ. Λουκ. Συγκρ. 1. ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Εὐστ. 827. 29. ΙΙ. «ψογερόν· αἰσχρόν, μεμπτόν, ἐπίψογον» καί, ψογερά· ὡς λίαν μεμπτὰ» Ἡσύχ.
Middle Liddell
ψογερός, ή, όν
fond of blaming, censorious, Pind.