περιαλουργός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιαλουργός -ον [περί, ἁλουργός] met overal purper; overdr.. ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς doordrenkt van kwaad Aristoph. Ach. 856.
|elnltext=περιαλουργός -ον &#91;[[περί]], [[ἁλουργός]]] met overal purper; overdr.. ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς doordrenkt van kwaad Aristoph. Ach. 856.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-ᾰλουργός, όν<br />with [[purple]] all [[round]], κακοῖς π. [[double]]-[[dyed]] in villany, Ar.
|mdlsjtxt=περι-ᾰλουργός, όν<br />with [[purple]] all [[round]], κακοῖς π. [[double]]-[[dyed]] in villany, Ar.
}}
}}

Revision as of 13:59, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιᾰλουργός Medium diacritics: περιαλουργός Low diacritics: περιαλουργός Capitals: ΠΕΡΙΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: perialourgós Transliteration B: perialourgos Transliteration C: perialourgos Beta Code: perialourgo/s

English (LSJ)

όν, with purple all round, π. τοῖς κακοῖς double-dyed in villainy, Ar.Ach.856.

German (Pape)

[Seite 568] rings mit Purpur gefärbt, Ar. Ach. 821, ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς, komisch.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 teint de pourpre tout autour;
2 p. ext. imprégné de ; fig. κακοῖς imbu de méchanceté.
Étymologie: περί, ἁλουργός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που έχει πορφυρό χρώμα σε όλη την επιφάνεια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἁλουργός «πορφυρός»].

Greek Monotonic

περιᾰλουργός: -όν, αυτός που έχει βυσσινί χρώμα, κακοῖς περιαλουργός, διπλοβαμμένος, βαμμένος άσχημα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περιᾰλουργός: досл. окрашенный пурпуром, перен. пропитанный, преисполненный (κακοῖς Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαλουργός -ον [περί, ἁλουργός] met overal purper; overdr.. ὁ περιαλουργὸς τοῖς κακοῖς doordrenkt van kwaad Aristoph. Ach. 856.

Middle Liddell

περι-ᾰλουργός, όν
with purple all round, κακοῖς π. double-dyed in villany, Ar.