ἐπανατέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> ἐπανέτελλον;<br /><b>1</b> se lever <i>abs. en parl. du soleil ; en gén.</i> ἐπ. εὐνῆς ESCHL se lever de sa couche ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] χάρακος PLUT surgir du fond d'un fossé;<br /><b>2</b> se montrer, apparaître.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνατέλλω]].
|btext=<i>impf.</i> ἐπανέτελλον;<br /><b>1</b> se lever <i>abs. en parl. du soleil ; en gén.</i> ἐπ. εὐνῆς ESCHL se lever de sa couche ; [[ἐκ]] [[τοῦ]] χάρακος PLUT surgir du fond d'un fossé;<br /><b>2</b> [[se montrer]], [[apparaître]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνατέλλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:39, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανατέλλω Medium diacritics: ἐπανατέλλω Low diacritics: επανατέλλω Capitals: ΕΠΑΝΑΤΕΛΛΩ
Transliteration A: epanatéllō Transliteration B: epanatellō Transliteration C: epanatello Beta Code: e)panate/llw

English (LSJ)

poet. ἐπαντέλλω, A raise, ποδὸς ἴχνος E.Ph.105 (anap.); ἐ. κέρας ἐκ μετώπου send forth, Opp.C.2.97. II intr., rise, [τὸν ἤλιον] ἐπανατεῖλαι Hdt.2.142; ἡλίου ἐπανατείλαντος Id.3.84; ὡς ἐπανέτελλε ὁ ἥλιος Id.7.54; ἐπαντέλλων ἀστράσιν ἠέλιος AP12.178 (Strat.); ἐπανατεταλκέτω τὸ H Arist.Mete.376b29; of a star, Sammelb.2134.7; rise again, Gem.6.10; εὐνῆς ἐπαντείλασαν Having risen from bed, A.Ag.27; ἐκ τοῦ χάρακος Plu.Aem.18; show oneself, appear, λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ A.Ch.282; φόνος -τέλλει E.HF1053 (anap.); ὁ ἐπαντέλλων χρόνος the time coming to light, the future, Pi.O.8.28.

German (Pape)

[Seite 901] poet. ἐπαντ., auch Her. 2, 142 ἐπαντεῖλαι; auf-, hervorgehen lassen, erheben; ποδὸς ἴχνος ἐπαντέλλων Eur. Phoen. 103. – Gew. intr., sich erheben, aufgehen, ἡλίου ἐπανατέλλοντος Her. 3, 84; ἐπανατεταλκέτω Arist. Meteor. 3, 5; Sp., αἱ ἐπανατέλλουσαι φάλαγγες ἐκ τοῦ χάρακος Plut. Aemil. Paul. 18; – ἐπαντέλλων χρόνος, von der, Zukunft, Pind. Ol. 8, 28; εὐνῆς ἐπαντείλασα, sich erhebend vom Lager, Aesch. Ag. 27, vgl. Ch. 280 u. Opp. Cyn. 2, 563 (aber 2, 97 sagt er transit. ἔκ τε μέσον κέρας αἰνὸν ἐπαντέλλουσι μετώπου).

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπανέτελλον;
1 se lever abs. en parl. du soleil ; en gén. ἐπ. εὐνῆς ESCHL se lever de sa couche ; ἐκ τοῦ χάρακος PLUT surgir du fond d'un fossé;
2 se montrer, apparaître.
Étymologie: ἐπί, ἀνατέλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανατέλλω: ион.-поэт. ἐπαντέλλω
1 (тж. ἐ. ποδὸς ἴχνος Eur.) подниматься, вставать (εὐνῆς Aesch.);
2 всходить Anth.: ὡς ἐπανέτελλε ὁ ἥλιος Her. когда всходило солнце (с восходом солнца);
3 подниматься, выходить (αἱ ἐπανατέλλουσαι φάλαγγες ἐκ τοῦ χάρακος Plut.);
4 возникать, появляться Aesch.: ἐπαντέλλων χρόνος Pind. надвигающееся время, т. е. будущее.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανατέλλω: καὶ ποιητ. ἐπαντέλλω: - ὡς τὸ ἀνατέλλω, ὑψώνω, ποδὸς ἴχνος Εὐρ. Φοίν. 104· ἔκ τε μέσον κέρας αἰνὸν ἐπανατέλλουσι μετώπου Ὀππ. Κυν. 2. 97. Ι. ἀμεταβ., ἀνατέλλω, ἡλίου ἐπανατέλλοντος ὁ αὐτὸς 3. 84· ὡς ἐπανέτελλε ὁ ἥλιος ὁ αὐτὸς 7. 54· οἷος ἐπανατέλλων ἀστράσιν ἠέλιος Ἀν. Π. 12. 178· εὐνῆς ἐπαντείλασαν, ἐγερθεῖσαν τῆς κλίνης, Αἰσχύλ. Ἀγ. 27· ἐκ τοῦ χάρακος Πλουτ. Αἰμίλ. 18· ἀναφαίνομαι, Αἰσχύλ. Χο. 282, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1053· ἐπαντέλλων χρόνος, ὁ ἐπερχόμενος χρόνος, τὸ μέλλον, Πινδ. Ο. 8. 37.

Greek Monolingual

(AM ἐπανατέλλω και Α ποιητ. τ. ἐπαντέλλω)
νεοελλ.
επανεμφανίζομαι, ξαναφαίνομαι
μσν.
κάνω κάτι να ανατείλει, να εκδηλωθεί ξανά
αρχ.
1. υψώνω, σηκώνω («ἀπὸ κλιμάκων ποδὸς ἴχνος ἐπαντέλλων», Ευρ.)
2. φυτρώνω
3. (αμτβ.) εγείρομαι, σηκώνομαι («εὐνής ἐπαντείλασαν», Αισχύλ.)
4. φαίνομαι, αναφαίνομαι («λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ», Αισχύλ.)
5. (για ήλιο, αστέρα κ.λπ.) ανατέλλω ξανά, επιτέλλω
6. ο επερχόμενος χρόνος, το μέλλον («ὁ ἐπανατέλλων χρόνος», Πίνδ.).

Greek Monotonic

ἐπανατέλλω: ποιητ. -αντέλλω, αόρ. αʹ -ανέτειλα·
I. σηκώνω, υψώνω, σε Ευρ.
II. αμτβ., ανατέλλω, λέγεται για τον ήλιο, σε Ηρόδ.· σηκώνομαι από το κρεβάτι, σε Αισχύλ.· εμφανίζομαι, στον ίδ., σε Ευρ.

Middle Liddell

poet. -αντέλλω aor1 -ανέτειλα
I. to lift up, raise, Eur.
II. intr. to rise, of the sun, Hdt.; to rise from bed, Aesch.:— to appear, Aesch., Eur.