ἐθελούσιος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui agit volontairement]], [[de bonne volonté]];<br /><b>2</b> qui dépend de la volonté.<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> [[qui agit volontairement]], [[de bonne volonté]];<br /><b>2</b> [[qui dépend de la volonté]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐθέλω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:53, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελούσιος Medium diacritics: ἐθελούσιος Low diacritics: εθελούσιος Capitals: ΕΘΕΛΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: etheloúsios Transliteration B: ethelousios Transliteration C: etheloysios Beta Code: e)qelou/sios

English (LSJ)

α, ον, A voluntary, X.Cyr. 4.2.11; ἀνάγκη ἐ. Id.Smp.8.13; of one's free will, Pherecyd. (?)98 J.; ἐθελούσιον ἱκετεύσαντα D.C.43.12; ἐθελούσια [τῇ προνοίᾳ] καὶ κατὰ γνώμην Jul.Or.5.166b. II of things, optional, [τὸ ἐρᾶν] ἐθελούσιόν ἐστι love is a matter of free choice, X.Cyr.5.1.10; γνώμη Ph.2.482; ἐθελουσίᾳ (sc. γνώμῃ) voluntarily, Hierocl.p.33A.: regul. Adv. ἐθελουσίως X.Hier.11.12.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον Ph.1.142]
I 1que actúa por propia voluntad, voluntario, espontáneo de pers. y asimilados, gener. como pred. ἐθελούσιον δοῦναι ἑαυτὸν εἰς σφαγὴν Pherecyd.98, οὐκ ἀνάγκῃ ἀλλ' ἐθελούσιοι X.Cyr.4.2.11, ἐθελούσιοι ... αὐτῷ συνεβοήθησαν τῇ Λακεδαίμονι X.Ages.1.38, cf. An.6.5.14, Cyr.5.1.25, 6.3.35, Lac.13.7, πόλεις ἐθελούσιαι συνετείχισαν X.HG 4.8.10, ἡ ... σύνοδος οὐκ ἐπίμισθος συνήχθη, ἀλλὰ ἐ. IEphesos 17.58 (I d.C.), ἱκετεύειν D.C.43.12.3, cf. 37.23.2, D.H.10.15, ἐθελούσιοι, γελῶντες marchar al Hades, Luc.DMort.4.2, ἐθελούσια γὰρ αὐτῇ ... ἐστὶν οὐ τὰ ἔνυλα μόνον εἴδη en ella (la madre de los dioses) están espontáneamente no sólo las formas materiales Iul.Or.8.166b.
2 de abstr. voluntario, que se acepta libremente ἀνάγκη ἐ. obligación aceptada voluntariamente X.Cyr.5.1.10, Smp.8.13, (τὸ ἐρᾶν) ἐθελούσιόν ἐστιν X.Cyr.5.1.11, cf. 12, κίνησις Ph.l.c., αἵρεσις Ph.2.362, cf. Hierocl.7.11.
II adv. ἐθελουσίως = por propia voluntad, espontáneamente ἐθελουσίως σου προνοοῦντας θεῷο ἄν verías que se ocupaban de ti de buen grado X.Hier.11.12, ἐθελουσίως ἐπὶ παροινίᾳ θαρσεῖν τῆς πατρίδος I.AI 19.230, ἐθελουσίως αὐταῖς περικείμενος (δεσμός) Thdt.Char.19.

German (Pape)

[Seite 718] ον, auch 3 End., freiwillig; οὐκ ἀνάγκῃ ἀλλ' ἐθελούσιοι καὶ χάριτος ἕνεκα ἐξιόντες Xen. Cyr. 4, 2, 6, vgl. 6, 3, 12 Hell. 4, 8, 10, wo ἐθελούσιαι πόλεις steht; Sp. Auch von Sachen, τὸ ἐρᾶν ἐθελούσιόν ἐστι, ist etwas Freiwilliges, ist Sache der Willkür, Xen. Cyr. 5, 1, 5. – Adv., Xen. Hier. 11, 12, l. d.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui agit volontairement, de bonne volonté;
2 qui dépend de la volonté.
Étymologie: ἐθέλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελούσιος: действующий по собственной воле, добровольный: ἄλλαι πόλεις ἐθελούσιαι συνετείχισαν Xen. остальные города добровольно приняли участие в сооружении укреплений; ἐθελούσιόν ἐστι Xen. (это) - дело доброй воли, т. е. зависит от личного выбора.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελούσιος: -α, -ον, ἑκούσιος, θεληματικός, Ξεν. Κύρ. 4. 2. 11. Συμπ. 8. 13. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἐρᾶν ἐθελούσιόν ἐστι, αὐτοπροαίρετον, ὁ αὐτ. Κύρ. 5. 1, 19. - Ἐπίρρ. -ίως ὁ αὐτ. Ἱέρ. 11. 12.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐθελούσιος, -α, -ον)
εκούσιος, αυτοπροαίρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εθέλ-ων κατά το πρότυπο του εκούσιος].

Greek Monotonic

ἐθελούσιος: -α, -ον (ἐθέλω),
I. εκούσιος, σε Ξεν.
II. λέγεται για αντικείμενα, προαιρετικός, αντικείμενο ελεύθερης βούλησης ή επιλογής, στον ίδ.

Middle Liddell

ἐθελούσιος, η, ον ἐθέλω
I. voluntary, Xen.
II. of things, optional, matter of free choice, Xen.