μονόλυκος: Difference between revisions

From LSJ

δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μονόλῠκος:''' ὁ единственный в своем роде, т. е. необычайный волк (Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα μονόλυκον προσηγόρευσε, sc. ὁ [[Δημοσθένης]] Plut.).
|elrutext='''μονόλῠκος:''' ὁ единственный в своем роде, т. е. необычайный волк (Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα μονόλυκον προσηγόρευσε, ''[[sc.]]'' ὁ [[Δημοσθένης]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:14, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόλῠκος Medium diacritics: μονόλυκος Low diacritics: μονόλυκος Capitals: ΜΟΝΟΛΥΚΟΣ
Transliteration A: monólykos Transliteration B: monolykos Transliteration C: monolykos Beta Code: mono/lukos

English (LSJ)

ὁ, A solitary, i. e. singularly fierce, wolf, lone wolf, applied by Demosthenes to Alexander, Plu.Dem.23, cf. Ael.NA7.47. II as adjective, λύκος μονόλυκος Arat. 1124 [with 2nd syllable long].

German (Pape)

[Seite 203] ὁ, ein einzelner, ungewöhnlich großer Wolf, der einzig in seiner Art ist, Arat. D. 392, Ael. N. A. 7, 47; so nannte Demosthenes den Alexander, Plut. Dem. 23, vgl. μονολέων. [Bei Arat. ist des Verses wegen die zweite Sylbe lang.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
loup d'une taille singulière, extraordinaire.
Étymologie: μόνος, λύκος.
Syn. κνηκίας, κνηκός, λύκος, μονιός.

Russian (Dvoretsky)

μονόλῠκος: ὁ единственный в своем роде, т. е. необычайный волк (Ἀλέξανδρον τὸν Μακεδόνα μονόλυκον προσηγόρευσε, sc.Δημοσθένης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόλῠκος: ὁ, μόνος, μοναδικὸς εἰς τὸ εἶδός του λύκος, δηλ. ἐξόχως μέγας, πελώριος, Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, Πλουτ. Ἀλέξ. 23, Ἄρατ. 1124 [μὲ μακρὰν τὴν β΄ συλλαβὴν ἐν ἄρσει], πρβλ. μονολέων.

Greek Monolingual

μονόλυκος, ὁ (Α)
λύκος αγριότατος και πελώριος από τη φύση του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + λύκος.

Greek Monotonic

μονόλῠκος: ὁ, μοναδικός (στο είδος του) τεράστιος λύκος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μονό-λῠκος, ὁ,
a singularly huge wolf, Plut.