διαλανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dialanthano
|Transliteration C=dialanthano
|Beta Code=dialanqa/nw
|Beta Code=dialanqa/nw
|Definition=fut. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -λήσω <span class="bibl">Isoc.3.16</span>, and as [[varia lectio|v.l.]] in Hp.Acut.(Sp.). 21 <b class="b3">-λήσομαι</b>: aor. [[διέλαθον]]: pf. διαλέληθα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>278a</span>:—[[escape notice]], with part., <b class="b3">διαλήσει χρηστὸς ὤν</b> Isoc.l.c.; but also διαλαθὼν ἐσέρχεται <span class="bibl">Th.3.25</span>: c. acc. pers., [[escape the notice of]], θεούς <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.4.19</span>; <b class="b3">σὲ τοῦτο διαλέληθε</b> Pl.l.c., <span class="bibl">Isoc.1.44</span>; <b class="b3">ὁ διαλεληθὼς</b> (sc. [[λόγος]]), a [[fallacy]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[abscond]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1187.23</span> (i B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.285.11</span> (iv A.D.).</span>
|Definition=fut. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -λήσω <span class="bibl">Isoc.3.16</span>, and as [[varia lectio|v.l.]] in Hp.Acut.(Sp.). 21 <b class="b3">-λήσομαι</b>: aor. [[διέλαθον]]: pf. διαλέληθα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>278a</span>:—[[escape notice]], with part., <b class="b3">διαλήσει χρηστὸς ὤν</b> Isoc.l.c.; but also διαλαθὼν ἐσέρχεται <span class="bibl">Th.3.25</span>: c. acc. pers., [[escape the notice of]], θεούς <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.4.19</span>; <b class="b3">σὲ τοῦτο διαλέληθε</b> Pl.l.c., <span class="bibl">Isoc.1.44</span>; <b class="b3">ὁ διαλεληθὼς</b> (''[[sc.]]'' [[λόγος]]), a [[fallacy]], <span class="bibl">Chrysipp.Stoic.2.8</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[abscond]], <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>1187.23</span> (i B. C.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>4.285.11</span> (iv A.D.).</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:21, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλανθάνω Medium diacritics: διαλανθάνω Low diacritics: διαλανθάνω Capitals: ΔΙΑΛΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: dialanthánō Transliteration B: dialanthanō Transliteration C: dialanthano Beta Code: dialanqa/nw

English (LSJ)

fut. A -λήσω Isoc.3.16, and as v.l. in Hp.Acut.(Sp.). 21 -λήσομαι: aor. διέλαθον: pf. διαλέληθα Pl.Euthd.278a:—escape notice, with part., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isoc.l.c.; but also διαλαθὼν ἐσέρχεται Th.3.25: c. acc. pers., escape the notice of, θεούς X.Mem.1.4.19; σὲ τοῦτο διαλέληθε Pl.l.c., Isoc.1.44; ὁ διαλεληθὼς (sc. λόγος), a fallacy, Chrysipp.Stoic.2.8. II abscond, BGU1187.23 (i B. C.), PSI4.285.11 (iv A.D.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. διαλήσω Isoc.3.16]
1 intr. permanecer ignorado, pasar inadvertido c. part. pred. διαλήσει χρηστὸς ὤν se ignorará que es honrado Isoc.l.c., ὁ Χαιρέας ... διαλαθών πως ... ἐς τὴν Σάμον ἐλθὼν ἀγγέλλει τοῖς στρατιώταις Th.8.74, ἔγνω ὅτι μᾶλλον οἷόν τε διαλαθεῖν κακῷ ὄντι ἐν δημοκρατουμένῃ πόλει X.Ath.2.20, μήποτε γὰρ διαλανθάνει πᾶς ὁ κόσμος νοσέων pues quizá no se te oculta que el mundo entero está enfermo Hp.Ep.17.4, ἵνα διαλάθῃς ... τὴν ἀλήθειαν ἀποφεύγων Eust.Mon.Ep.328, εἰ γὰρ τοιοῦτόν τι διαλάθοι τολμηθέν pues si semejante osadía pasase inadvertida, PSI 285.11 (IV d.C., cf. BL 1.394), abs. διαλαθὼν ἐσέρχεται entra sin ser visto Th.3.25, οἱ ἀδελφοὶ διέλαθον LXX 2Re.4.6, οἰόμεναι [δι] αλαθεῖν καὶ μὴ ὑπέξειν [τ] ὸν περὶ τούτων λόγον BGU 1187.23 (I a.C.), cf. Longin.17.1, περὶ το[ῦ διαλε] ληθότος tít. de una obra de Crisipo, Phld.Stoic.Hist.11.5, D.L.7.198
en v. med. mismo sent. ὥστ' εἰ καί τις διαλαθέσθαι ἠβούλοιτο PKöln 186.6 (II a.C.).
2 tr., c. suj. de cosa y ac. de pers. permanecer ignorado para, escapar al conocimiento de ἐπείπερ ἡγήσαιντο μηδὲν ἄν ποτε ὧν πράττοιεν θεοὺς διαλαθεῖν X.Mem.1.4.19, τοῦτο ... μυριάκις μύρια ἔτη διελάνθανεν ἄρα τοὺς τότε eso (los progresos culturales) permanecieron ignorados para los de entonces durante miles y miles de años Pl.Lg.677d, σὲ τοῦτο ... διαλέληθεν Pl.Euthd.278a, οὐδὲ γὰρ ἐμὲ τοῦτο διέλαθεν Isoc.1.44, ἄλλο ἡμᾶς διέλαθεν Luc.DMort.14.1, cf. Plu.2.961a.

German (Pape)

[Seite 586] (s. λανθάνω), ganz verborgen sein; Isocr. 11. 25; τινά, vor Jemandem, ihm entgehen, σὲ τοῦτο διαλέληθε Plat. Euthyd. 278 a; Legg. III, 677 d: Isocr. 1, 44; Xen. Mem. 1, 4, 19 u. Sp., wie Plut. Thes. 23; – c. partic., διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. 3, 16; 4, 84; u. umgekehrt, διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. 3, 25.

French (Bailly abrégé)

f. διαλήσω, ao.2 διέλαθον, etc.
demeurer caché, être ignoré : διαλανθάνειν θεούς XÉN être ignoré des dieux, échapper à la connaissance des dieux ; διαλήσει χρηστὸς ὤν ISOCR on ignorera qu’il est homme de bien ; διαλαθὼν εἰσέρχεται THC il entre sans avoir été remarqué.
Étymologie: διά, λανθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-λανθάνω verborgen blijven, met acc. voor iemand:; σὲ τοῦτο διαλέληθε dat is je ontgaan Plat. Euthyd. 278a; met persoonlijk geconstrueerd ptc.:; διαλήσει χρηστὸς ὤν hoe goed hij is zal verborgen blijven Isocr. 3.16; ptc. aor. ongemerkt:. διαλαθὼν ἐσέρχεται hij komt ongezien binnen Thuc. 3.25.1.

Russian (Dvoretsky)

διαλανθάνω: (fut. διαλήσω, aor. 2 διέλαθον, pf. διαλέληθα) быть скрытым, незаметным (ὁ διαλεληθὼς σοφός Plut.): διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc. он незаметно входит; σὲ τοῦτο διαλέληθε Plat. это от тебя ускользнуло; οὐδὲ γὰρ ἐμὲ τοῦτο διέλαθεν Isocr. я этого не упустил из виду; θεοὺς διαλαθεῖν Xen. укрыться от богов; διαλήσει χρηστὸς ὤν Isocr. никто не узнает, что он честен; ἵνα μὴ τοιοῦτοι διαλάθοιεν Isocr. чтобы такие (люди) не оставались в безвестности; δεῖ μὴ διαλεληθέναι, πῶς … Arst. не должно оставаться неизвестным, каким образом ….

Greek (Liddell-Scott)

διαλανθάνω: μέλλ. -λησω, καὶ παρ’ Ἱππ. 399 -λήσομαι, ἀόρ. διέλᾰθον· -- διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, μετὰ μετοχ., διαλήσει χρηστὸς ὢν Ἰσοκρ. 29 ἐν τέλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, διαλαθὼν εἰσέρχεται Θουκ. 3. 25· μετ’ αἰτιατ. προς., διαφεύγω τὴν προσοχήν τινος, θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 19· σὲ τοῦτο διαλέληθε Πλάτ. Εὐθυδ. 278Α.

Greek Monolingual

(AM διαλανθάνω) λανθάνω
1. διαφεύγω από την προσοχή κάποιου
2. μένω απαρατήρητος
μσν.
λησμονώ.

Greek Monotonic

διαλανθάνω: μέλ. -λήσω, αόρ. βʹ διέλαθον, διαφεύγω την προσοχή κάποιου, διαλαθὼν εἰσέρχεται, σε Θουκ.· με αιτ. προσ., διαφεύγω την προσοχή κάποιου, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. -λήσω aor2 διέλαθον
to escape notice, διαλαθὼν εἰσέρχεται Thuc.: c. acc. pers. to escape the notice of, Xen.