κατορθωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
m (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατορθωτικός:''' [[добродетельный]], [[праведный]], [[честный]] (sc. [[ἀνήρ]] Arst.).
|elrutext='''κατορθωτικός:''' [[добродетельный]], [[праведный]], [[честный]] (''[[sc.]]'' [[ἀνήρ]] Arst.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:24, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατορθωτικός Medium diacritics: κατορθωτικός Low diacritics: κατορθωτικός Capitals: ΚΑΤΟΡΘΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katorthōtikós Transliteration B: katorthōtikos Transliteration C: katorthotikos Beta Code: katorqwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, likely or able to succeed, opp. ἁμαρτητικός, Arist.EN1104b33; successful, ἐν ταῖς μάχαις Plu.Phil.8; μεγάλων [πραγμάτων] Vett. Val.15.10; virtuous, ἔρως Herm.in Phdr.p.170 A.

German (Pape)

[Seite 1405] ή, όν, recht machend, gut, glücklich ausführend, περί τι, Gegensatz ἁμαρτητικός, Arist. Eth. 2, 3, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
apte à bien diriger ; qui a du bonheur, du succès.
Étymologie: κατορθόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατορθωτικός -ή -όν [κατορθόω] tot het juiste geneigd:. περὶ πάντα μὲν ταῦτα ὁ ἀγαθὸς κατορθωτικός ἐστι in al deze zaken is een goed mens geneigd de juiste weg te volgen Aristot. EN 1104b33. succesvol:. κ. ἐν ταῖς πρώταις... μάχαις succesvol in zijn eerste gevechten Plut. Phil. 8.7.

Russian (Dvoretsky)

κατορθωτικός: добродетельный, праведный, честный (sc. ἀνήρ Arst.).

Greek Monolingual

κατορθωτικός, -ή, -όν (ΑΜ) κατορθωτής
ο ικανός να κατορθώνει, ο κατάλληλος να επιτυγχάνει («περί πάντα μὲν ταῦτα ὁ ἀγαθός κατορθωτικός ἐστιν, ὁ δὲ κακός, ἁμαρτητικός», Αριστοτ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατορθωτικόν
η ιδιότητα αυτού που επιτυγχάνει («καὶ τὸ σὸν ἐν μάχαις γενναῖον καὶ ἀεὶ κατορθωτικόν», Νικ.Χων.)
αρχ.
1. ο κατορθωτής («εὐτυχὴς καὶ κατορθωτικὸς εὐθὺς ἐν ταῖς πρώταις γενόμενος μάχαις», Πλούτ.)
2. ενάρετος, αγαθός, αγνός.

Greek Monotonic

κατορθωτικός: -ή, -όν, πιθανός ή ικανός να πετύχει, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

κατορθωτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ κατορθοῦν, ἐπιτυγχάνειν, ἀντίθετον τῷ ἁμαρτητικὸς ἢ ἀποτευκτικὸς (πρβλ. κατορθοῦν, ἀντίθετ. ἁμαρτάνειν), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 3, 7.

Middle Liddell

κατορθωτικός, ή, όν [from κατορθόω
likely or able to succeed, Arist.