πρηνίζω: Difference between revisions

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3, $4.<br")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=laisser tomber la tête la première, précipiter ; <i>fig.</i> renverser, ruiner, détruire.<br />'''Étymologie:''' [[πρηνής]].
|btext=laisser tomber la tête la première, précipiter ; <i>fig.</i> [[renverser]], [[ruiner]], [[détruire]].<br />'''Étymologie:''' [[πρηνής]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 14:41, 6 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρηνίζω Medium diacritics: πρηνίζω Low diacritics: πρηνίζω Capitals: ΠΡΗΝΙΖΩ
Transliteration A: prēnízō Transliteration B: prēnizō Transliteration C: prinizo Beta Code: prhni/zw

English (LSJ)

v. πρανίζω.

German (Pape)

[Seite 700] ίσω u. ίξω, att. πρανίζω, was Eust. erklärt ἐπὶ πρόσωπον ῥίπτω, wie πρανιχθέντα bei Hesych. τὰ ἐπὶ στόμα πεσόντα, – vorwärts od. kopfüber neigen, stürzen; ἐπρήνιξε πόλιν, eine Stadt niederstürzen, von Grund aus zerstören, Euphor. frg. 16; von Menschen, Nonn. D. 11, 221. 18, 299. 23, 88; πρήνιξον, 10, 87; ἅμα νηῒ πρηνιχθεὶς ὕδασιν ἐγκατέδυν, Isidor. 3 (XII, 532).

French (Bailly abrégé)

laisser tomber la tête la première, précipiter ; fig. renverser, ruiner, détruire.
Étymologie: πρηνής.

Russian (Dvoretsky)

πρηνίζω: свергать вниз, обрушивать: ἅμα νηῒ πρηνιχθείς Anth. опрокинувшись вместе с судном.

Greek (Liddell-Scott)

πρηνίζω: μέλλ. -ίσω καὶ -ίξω, καταβάλλω, καταρρίπτω, κατεδαφίζω, ἐπρήνιξε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 687. 34, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 59, 106, πρβλ. Valck. εἰς Ἡρόδ. 6. 27. ― Παθ., «πίπτω ἐπὶ κεφαλῆς», «κατακέφαλα», πρηνιχθεὶς Ἀνθ. Π. 7. 532· πρᾱνιχθῆναι· «τὸ ἐπὶ στόμα πεσεῖν» Ζωναρ. Λεξ. 1585· «πρηνιχθέντα· ἐπὶ πρόσωπον καί ἐπὶ στόμα πεσόντα» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, δωρ. και αττ. τ. πρανίζω Α πρηνής
νεοελλ.
βάζω κάποιον με το πρόσωπο προς το έδαφος, προς τα κάτω, δηλ. πρηνηδόν, τον πιστομίζω
μσν.-αρχ.
1. καταστρέφω, κατακρημνίζω κάτι («ἐπρήνιζε τὴν Εὐρυμέδοντος πόλιν», Ευφορ.)
2. παθ. πρηνίζομαι
ανατρέπομαι, αναποδογυρίζομαι («ἅμα νηΐ πρηνιχθείς», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

πρηνίζω: καταρρίπτω, ρίχνω κάτω — Παθ., πέφτω κάτω, καταρρίπτομαι, πρηνιχθείς, σε Ανθ.

Middle Liddell

πρηνίζω, [from πρηνής
to throw headlong:—Pass. to fall headlong, πρηνιχθείς Anth.