κατεικάζω: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) ;" to "$1  ;")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[conjecturer]], [[soupçonner]];<br /><b>2</b> conformer ; <i>Pass.</i> être devenu conforme : τινι à qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰκάζω]].
|btext=<b>1</b> [[conjecturer]], [[soupçonner]];<br /><b>2</b> [[conformer]] ; <i>Pass.</i> être devenu conforme : τινι à qch.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰκάζω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 17:04, 7 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεικάζω Medium diacritics: κατεικάζω Low diacritics: κατεικάζω Capitals: ΚΑΤΕΙΚΑΖΩ
Transliteration A: kateikázō Transliteration B: kateikazō Transliteration C: kateikazo Beta Code: kateika/zw

English (LSJ)

A liken to, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Eup.345:—Pass., to be or become like, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε S. OC338. II guess, surmise, Hdt.6.112; ἐν ὑπονοίῃ κ. Hp.Ep.17; suspect, Hdt.9.109.

German (Pape)

[Seite 1394] vermuthen (eigtl. zu Jemandes Nachtheil), = simplex, ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον, Her. 6, 112. 9, 109. – Pass., Soph. O. C. 339 τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου τροφάς, die sich ähnlich gemacht haben, sich richten nach Aegyptens Brauch.

French (Bailly abrégé)

1 conjecturer, soupçonner;
2 conformer ; Pass. être devenu conforme : τινι à qch.
Étymologie: κατά, εἰκάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εικάζω act. concluderen (door vergelijkenderwijs te redeneren). pass. gelijken op:. τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε (tweetal), dat in hun aard gelijkt op de gewoonten in Egypte Soph. OC 338.

Russian (Dvoretsky)

κατεικάζω:
1 предполагать, угадывать, подозревать (ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον Her.);
2 уподоблять: τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Soph. (Этеокл и Полиник), уподобившиеся природе египетских обычаев, т. е. усвоившие египетские нравы.

Greek (Liddell-Scott)

κατεικάζω: ἐξομοιώνω, νομίζω τι ὅμοιον πρός τι, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 35·- Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὅμοιος, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Σοφ. Ο. Κ. 338. ΙΙ. σχηματίζω εἰκασίας, συμπεραίνω (ἐναντίον τινός), ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον Ἡρόδ. 6. 112· ἐν ὑπονοίῃ κ. Ἱππ. 1280. 2· κυρίως, ὑποπτεύω κακόν τι, Ἡρόδ. 9. 109.

Greek Monolingual

κατεικάζω (Α)
1. παρομοιάζω με κάποιον, εξομοιώνω («κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι», Εύπ.)
2. σχηματίζω εικασίες, εικάζω, υποθέτω, βγάζω συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.)
3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω ἐπευρεθῇ πρήσσων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰκάζω «εξεικονίζω, παρομοιάζω»].

Greek Monotonic

κατεικάζω: μέλ. -σω, ομοιάζω — Παθ., αόρ. αʹ κατ-εικάσθην,
I. είμαι ή γίνομαι όμοιος, σε Σοφ.
II. σχηματίζω εικασίες, συμπεραίνω, σε Ηρόδ.· υποπτεύομαι κάτι κακό, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to liken:—Pass., aor1 κατ-εικάσθην, to be or become like, Soph.
II. to guess, surmise, Hdt.: to suspect evil, Hdt.