ἐπιφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />prudence, sagesse ; [[αἱ]] ἐπιφροσύναι conseils de la sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίφρων]].
|btext=ης (ἡ) :<br />prudence, sagesse ; αἱ ἐπιφροσύναι conseils de la sagesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίφρων]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 09:52, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφροσύνη Medium diacritics: ἐπιφροσύνη Low diacritics: επιφροσύνη Capitals: ΕΠΙΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: epiphrosýnē Transliteration B: epiphrosynē Transliteration C: epifrosyni Beta Code: e)pifrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, thoughtfulness, wisdom, εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε..Ἀθήνη Od.5.437: in plural, ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι 19.22, cf. Hes.Th.658, A.R.4.1115; observation, Arat.762; prudent reserve, A.R.3.659: also in late Prose, θεία ἐ. Ph.1.203, al.; κατ' ἐπιφροσύνην J.AJ15.11.3; κατὰ τὴν Σεβαστοῦ Καίσαρος ἐ. Onos.Praef.1.

German (Pape)

[Seite 1001] ἡ, Verstand, Besonnenheit, Achtsamkeit, Od. 5, 437; ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι, Vernunft annehmen, 19, 22; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 659, plur. 4, 1115; Opp. Cyn. 4, 449. – Beobachtung, Arat. 762. – Bei Hes. Th. 658 Rath, aber l. d.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prudence, sagesse ; αἱ ἐπιφροσύναι conseils de la sagesse.
Étymologie: ἐπίφρων.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφροσύνη: ἡ тж. pl. благоразумие, рассудительность Hom., Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφροσύνη: ἡ, (ἐπίφρων) φρόνησις, σύνεσις, εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη Ὀδ. Ε. 437· ἐπιφροσύνας ἀνελέσθαι Τ. 22· παρατήρησις, Ἄρατ. 762, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 659· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, Φίλωνι, Ἰωσήπῳ, κλ.

English (Autenrieth)

thoughtfulness, sagacity; pl. ἀνελέσθαι, assume discretion, Od. 19.22. (Od.)

Greek Monolingual

ἐπιφροσύνη, ἡ (Α) επίφρων
1. σύνεση, ετοιμότητα αντιλήψεως και κρίσεως («εἰ μὴ ἐπιφροσύνην δῶκε γλαυκῶπις Ἀθήνη», Ομ. Οδ.)
2. φώτιση, καθοδήγηση από τον θεό («κατ’ ἐπιφροσύνην τοῦ θεοῦ», Ιώσ.)
3. παρατήρηση, επισκόπηση
4. συνετή επιφύλαξη.

Greek Monotonic

ἐπιφροσύνη: ἡ (ἐπίφρων), φρόνηση, σύνεση, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἐπιφροσύνη, ἡ, ἐπίφρων
thoughtfulness, Od.