ὀρνιθεύω: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=chasser aux oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]]. | |btext=[[chasser aux oiseaux]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνις]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:09, 8 January 2023
English (LSJ)
A catch birds, snare birds, X.HG4.1.16. II ὀρνιθεύομαι = οἰωνίζομαι, observe the flight or cries of birds for divination, D.H.4.13, Hecat.Abd.14.
German (Pape)
[Seite 383] Vögel fangen, Xen. Hell. 4, 1, 16. – Med. den Flug oder die Stimme der Vögel beobachten, um danach zu weissagen, D. Hal. 4, 13.
French (Bailly abrégé)
chasser aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.
Russian (Dvoretsky)
ὀρνῑθεύω: ловить птиц Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθεύω: (ὄρνις) συλλαμβάνω διὰ δικτύων, παγίδων κτλ. πτηνά, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 16. ΙΙ. ὀρνιθεύομαι, ἀποθ., = οἰωνίζομαι, παρατηρῶ τὴν πτῆσιν ἢ τὰς κραυγὰς τῶν πτηνῶν πρὸς μαντείαν, Διον. Ἁλ. 4. 13, Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 22.
Greek Monolingual
ὀρνιθεύω (Α) όρνις, -ιθος
1. ασχολούμαι με το κυνήγι πτηνών
2. μέσ. ὀρνιθεύομαι
παρατηρώ το πέταγμα ή την κραυγή πτηνών προκειμένου να μαντέψω το μέλλον.
Greek Monotonic
ὀρνῑθεύω: (ὄρνις), μέλ. -σω, πιάνω ή παγιδεύω πουλιά, σε Ξεν.