πολύδενδρος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />abondant en arbres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δένδρον]].
|btext=ος, ον :<br />[[abondant en arbres]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δένδρον]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 14:35, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́δενδρος Medium diacritics: πολύδενδρος Low diacritics: πολύδενδρος Capitals: ΠΟΛΥΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: polýdendros Transliteration B: polydendros Transliteration C: polydendros Beta Code: polu/dendros

English (LSJ)

ον, abounding in trees, of a country, Str.17.3.4: heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμαις = deep-wooded coverts of Olympus, much-wooded coverts of Olympos E.Ba.560 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 661] = Vorigem; Eur. hat den dat. plur. πολυδένδρεσσιν (s. δένδρος), Bacch. 560.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en arbres.
Étymologie: πολύς, δένδρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδενδρος -ον, ep. πολυδένδρεος [πολύς, δένδρον] dat. plur. πολυδένδρεσσι, bosrijk.

Russian (Dvoretsky)

πολύδενδρος: (dat. pl. πολυδένδρεσσι) Eur. = πολυδένδρεος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδενδρος, -ον, ΝΜΑ, και πολύδεντρος Ν
(για τόπο) αυτός που έχει πολλά δέντρα, ο κατάφυτος από δέντρα (α. «ώς μέσα εις τα πολύδενδρα δάση... εισπνέει το... φύσημα», Κάλβ.
β. «μεγαλόδενδρός τε καὶ πολύδενδρος ὑπερβαλλόντως ἐστὶ και πάμφορος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δένδρον (πρβλ. ά-δενδρος)].

Greek Monotonic

πολύδενδρος: -ον (δένδρον), αυτός που έχει πολλά δέντρα, άφθονος σε δέντρα, ετερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύδενδρος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ δένδρα, πλούσιος εἰς ἀφθονίαν δένδρων, ἐπὶ χώρας, Στράβ. 826· ἑτερόκλ. δοτ. πληθ. πολυδένδρεσσι Εὐρ. Βάκχ. 560.

Middle Liddell

πολύ-δενδρος, ον, δένδρον
with many trees, abounding in trees, heterocl. dat. pl. πολυδένδρεσσι Eur.