ἀνηλεής: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />sans pitié.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἔλεος]]. | |btext=ής, ές :<br />[[sans pitié]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἔλεος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:30, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, = ἀνελεής, without pity, pitiless, unmerciful, Men.Epit.478, Call.Del.106, Parth.14.2, App.Mith.38; poet. acc. ἀνηλέα (as if from ἀνηλής) Epigr.Gr.418 (Cyrene); gen. ἀνηλέος Man.1.263; ἀνηλής is dub. in Alcm.81, cf.An.Ox.1.60. Adv. ἀνηλεῶς = pitilessly Hp.Aff.40, And.4.39.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): ἀνηλής Alcm.102; adv. ἀνελεώς PLips.39.12 (IV d.C.)
• Morfología: [ac. poét. ἀνηλέα GVI 1522.3 (Cirene II d.C.), gen. ἀνηλέος Man.1.263]
1 despiadado ἀνάγκα Alcm.l.c., de pers. βάρβαρος ἀνηλεής τε Men.Epit.899, ἐγώ Aeschin.2.163, Ἄρης Man.l.c., αὐτόν Parth.14.2, ἦτορ Call.Del.106, ἔλεφας LXX 3Ma.5.10, σφαγή App.Mith.38, νύξ GVI l.c., cf. Phryn.PS 46.
2 adv. ἀνηλεῶς = despiadadamente ἀποκτείνειν ἀ. And.4.39, cf. D.C.47.8.1, τοῦ συνειδότος ἀνηλεῶς βασανίζοντος Pall.V.Chrys.M.47.78, τύψας μέ [ἀν]ελεῶς PLips.l.c.
•con desagrado ὁκόσοι τὸν οἶνον πίνουσιν ἀνηλεῶς Hp.Aff.40.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans pitié.
Étymologie: ἀ, ἔλεος.
German (Pape)
ές, gew. Form für ἀνελεής, unbarmherzig.
• Adv. ἀνηλεῶς, Aesch. Prom. 240 zweifelhaft; Plat. Legg. III.697d; Andoc. 4.39.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηλεής: немилосердный, безжалостный (ἄνθρωπος Aeschin.; στοιχεῖον Babr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνηλεής: -ές, κρείτων τύπος τοῦ ἀνελεής, ὁ ἄνευ οἴκτου, ἄσπλαχνος, σκληρός, Καλλ. εἰς Δῆλ. 106, Ἀππ. Μιθρ. 38· ποιητ. αἰτ. ἀνηλέα (ὡς εἰ ἐξ. ὀνομ. ἀνηλής) Συλλ. Ἐπιγρ. 5172, πρβλ. Ἀνέκδ, Ὀξέων. 1. 60. - Ἐπίρρ. -εῶς Ἀνδοκ. 34. 14, Πλάτ. Νόμ. 697D: πρβλ. νηλεής.
Greek Monolingual
(AM ἀνηλεής, -ές)
ο δίχως έλεος, άσπλαχνος, σκληρός.
Greek Monotonic
ἀνηλεής: -ές (ἔλεος), αυτός που δεν έχει έλεος, άσπλαχνος, ανελέητος· επίρρ. -εῶς, σε Ανδοκ.
Middle Liddell
ἔλεος
without pity, unmerciful:— adv. -εῶς, Andoc.