πήληξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ηκος (ἡ) :<br />casque, heaume à panache flottant.<br />'''Étymologie:''' [[πάλλω]].
|btext=ηκος (ἡ) :<br />[[casque]], [[heaume à panache flottant]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλλω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 18:21, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πήληξ Medium diacritics: πήληξ Low diacritics: πήληξ Capitals: ΠΗΛΗΞ
Transliteration A: pḗlēx Transliteration B: pēlēx Transliteration C: piliks Beta Code: ph/lhc

English (LSJ)

ηκος, ἡ, A helmet, ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Il. 13.805; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν 8.308; ἱππόκομος π. 16.797; old Ep. word, used by Ar.Ra.1017, Arist.Top.173b20. 2 serpent's crest, E.Hyps.Fr.16(18).4. (Commonly derived from πάλλω, πῆλαι, from the nodding of the plume, Apollon.Lex., etc.)

German (Pape)

[Seite 610] ηκος, ἡ, der Helm; Hom. ἀμφὶ δέ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ, Il. 13, 805, vgl. 15, 608. 16, 105; ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν, 8, 308; ἱππόκομος, 16, 797; Ar. Ran. 1085. Entweder von πάλλω, wegen der stets nickenden Bewegung des Helmbusches, oder nach Andern von πηλός, verwandt mit πέλις, πέλυξ, pelvis, Becken, Pickelhaube.

French (Bailly abrégé)

ηκος (ἡ) :
casque, heaume à panache flottant.
Étymologie: πάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πήληξ -ηκος, ἡ helm.

Russian (Dvoretsky)

πήληξ: ηκος ἡ шлем Hom., Arph.

Greek (Liddell-Scott)

πήληξ: -ηκος, ἡ, κράνος, περικεφαλαία, ἀμφὶ δὲ οἱ κροτάφοισι φαεινὴ σείετο πήληξ Ἰλ. Ν. 805· ἤμυσε κάρη πήληκι βαρυνθὲν Θ. 308· π. ἱππόκομος Π. 797· ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 1017. (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ πάλλω, πῆλαι, ὡς ἐκ τῆς νεύσεως τοῦ λόφου, ἴδε Ἰλ. Π. 797).

English (Autenrieth)

ηκος: helmet. (Il.)

Greek Monolingual

-ηκος, ἡ, Α
1. η περικεφαλαία
2. το λοφίο του φιδιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με επίθημα -ηξ (πρβλ. θώρᾱξ) δεν έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση και μάλλον πρόκειται για δάνεια λ. Η σύνδεση της με το ρ. πάλλω οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].

Greek Monotonic

πήληξ: -ηκος, ἡ (πῆλαι), κράνος, περικεφαλαία, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ.

Frisk Etymological English

-ηκος
Grammatical information: f.
Meaning: helmet (Il.; cf. Trümpy Fachausdrücke 46, Rodrigues Adrados Emer. 25, 109).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formation like θώρηξ (-αξ), οἴαξ a.o.; further unknown. As so many other expressions for weapons and armour prob. LW [loanword] (Nehring Glotta 14, 184). Usu., but without proper foundation, connected with 1. πέλλα milk-pail, drinking cup a. cogn.; lit. in Bq s. v. and WP. 2, 56f. -- No doubt a Pre-Greek word (the suffix -ηξ < -αξ is well known from there).

Middle Liddell

πήληξ, ηκος, ἡ, πῆλαι
a helmet, casque, Il., Ar.

Frisk Etymology German

πήληξ: -ηκος
{pḗlēks}
Grammar: f.
Meaning: Helm (vorw. Il.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 46, Rodrigues Adrados Emer. 25, 109).
Etymology: Bildung wie θώρηξ (-αξ), οἴαξ u.a.; sonst dunkel. Wie so viele andere Waffen- und Rüstungsausdrücke viell. LW (Nehring Glotta 14, 184). Gewöhnlich, aber ohne eigentlichen Grund, zu 1. πέλλα Melkeimer, Trinkschale u. Verw. gezogen; Lit. bei Bq s. v. und WP. 2, 56f.
Page 2,528

Mantoulidis Etymological

-ηκος (=κράνος, περικεφαλαία). Πιθανόν ἀπό τό πάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.