ἀναίμακτος: Difference between revisions
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />non ensanglanté, non sanglant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[αἱμάσσω]]. | |btext=ος, ον :<br />[[non ensanglanté]], [[non sanglant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[αἱμάσσω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:55, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, bloodless, unstained with blood, ἀ. φυγαί A.Supp. 196; χρώς E.Ph.264; βωμός Pyth. ap. D.L.8.22; ἀ. κεν ἰαύοις Nic. Th.90; ἀρχή, νίκη, Them.Or.5.66d, 2.37c, cf. Antyll. ap. Orib.44.23 32.
Spanish (DGE)
-ον
1 no ensangrentado, no manchado por la sangre (de un crimen) de pers. χρώς E.Ph.264, χείρ E.Rh.222, ἀναίμακτός εἰμι Luc.Tyr.16, de un ejército δύναμις Plu.2.203c
•incruento, donde no hay derramamiento de sangre ἀναίμακτος βωμός altar sin víctimas D.L.8.22, θυσίαι Origenes Cels.8.21, de la eucaristía λατρεία Cyr.H.Catech.23.8
•τροφαί Plu.2.660e, τράπεζα Nonn.D.17.62
•incruento, logrado sin derramamiento de sangre νίκη Them.Or.2.37c, ἀρχή Them.Or.5.66d, εἰρήνη Nonn.D.14.289.
2 que no produce sangre, sin efusión de sangre del veneno de una serpiente, Androm.17, cf. Nic.Th.90, χιεσμός Antyll. en Orib.44.20.32.
3 fig. no sangriento, no motivado por un crimen φυγαί A.Supp.196, γλήναις δ' ἄγαλμα ταῖς ἀναιμάκτοις μύσει la estatua parpadeará con sus pupilas nunca profanadas por la vista del crimen Lyc.988.
German (Pape)
[Seite 189] blutlos, nicht mit Blut befleckt, φυγή Aesch. Suppl. 193; χείρ Rhes. 222; χρώς Phoen. 270; von Opfern der Ceres, θυσία Plut. Num. 16; θυηλαί Leon. Al. 19 (VI, 324); sp. D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non ensanglanté, non sanglant.
Étymologie: ἀ, αἱμάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναίμακτος:
1 не обагренный кровью (φυγαί Aesch.; χείρ, χρώς Eur.; ξίφος Plut.; βωμός Diog. L.);
2 бескровный (θυσία Plut.; θυηλαί Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναίμᾰκτος: -ον, = ἄναιμος, ὁ μὴ ἔχων αἷμα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 302, Ποιητ. παρ’ Ἀθην. 63Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἀναίμακτος, -ον)
ο δίχως αίμα, αυτός που έγινε χωρίς να χυθεί αίμα, που δεν κηλιδώθηκε με αίμα
(εκκλ. φρ.) «αναίμακτος βωμός» η χριστιανική εκκλησία
«αναίμακτος θυσία», η Θεία Ευχαριστία
αρχ.
αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + αἱμακτός < αἱμάσσω.
Greek Monotonic
ἀναίμακτος: -ον (αἱμάσσω), μη στιγματισμένος με αίμα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Middle Liddell
αἱμάσσω
unstained with blood, Aesch., Eur.