σύνθακος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui siège avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θᾶκος]].
|btext=ος, ον :<br />[[qui siège avec]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[θᾶκος]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 19:05, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθᾱκος Medium diacritics: σύνθακος Low diacritics: σύνθακος Capitals: ΣΥΝΘΑΚΟΣ
Transliteration A: sýnthakos Transliteration B: synthakos Transliteration C: synthakos Beta Code: su/nqakos

English (LSJ)

ον, A sitting with or together, ἔστι γὰρ Ζηνὶ σ. θρόνων Αἰδώς partner of his throne, S.OC1267. 2 generally, partner, E.Or.1637, Hipp.1093.

German (Pape)

[Seite 1024] mit, zugleich, beisammen oder dabei sitzend, Beisitzer, Gefährte; ἔστι γὰρ καὶ Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰδὼς ἐπ' ἔργοις πᾶσι, Soph. O. C. 1269; Eur. Or. 1637.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège avec, τινι.
Étymologie: σύν, θᾶκος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύν-θᾱκος -ον [σύν, θᾶκος] samen zitting houdend (met), samen (op de troon) zittend (met) met dat. en gen..; ἔστι... καὶ Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰδώς Schroom zit ook samen op de troon met Zeus Soph. OC 1267; uitbr. partner. ὦ... Λητοῦς κόρη, σύνθακε, συγκύναγε dochter van Leto, mijn partner, mijn jachtgenoot Eur. Hipp. 1093.

Russian (Dvoretsky)

σύνθᾱκος: восседающий вместе (τινι Soph., Eur.).

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σύνθωκος.

Greek Monotonic

σύνθᾱκος: -ον, αυτός που κάθεται μαζί με κάποιον ή με συντροφιά· Ζηνὶ σύνθακος θρόνων, αυτή που μοιράζεται τον θρόνο του Δία, σύνθρονη, λέγεται για την Αιδώ, σε Σοφ.· γενικά, συμμέτοχος, σύντροφος, συνέταιρος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθᾱκος: -ον, ὁ καθήμενος μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἔστι γὰρ Ζηνὶ σ. θρόνων Αἰδώς, μέτοχος τοῦ θρόνου αὐτοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1267, πρβλ. σύνεδρος, σύνθρονος· ― καθόλου, μέτοχος, κοινωνός, Εὐρ. Ὀρ. 1637.

Middle Liddell

σύν-θᾱκος, ον,
sitting with or together with, Ζηνὶ σύνθακος θρόνων partner with Zeus of his throne, Soph.:— generally, a partner, Eur.

English (Woodhouse)

one who helps with advice

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)