ῥοδανός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />souple, flexible.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible. | |btext=ή, όν :<br />[[souple]], [[flexible]].<br />'''Étymologie:''' R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:34, 8 January 2023
English (LSJ)
ή, όν, perhaps wavering, flickering, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il. 18.576:—this is the reading of most codd., but ancient critics differed as to the form; Zenod. gave διὰ ῥαδαλόν (which he derived from κραδαλόν); the reading of Aristoph. and Aristarch. is uncertain, perhaps παρὰ ῥαδινόν, v. Sch. ad loc.; cf. also ῥαδινός (Apollon. Lex., who reads ῥαδινόν, absurdly interprets as λεπτόν, οἱονεὶ ῥαδονόν, παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖδθαι).
German (Pape)
[Seite 846] = ῥόδινος, zw. (vgl. ῥαδινός, κραδάω), schwank, schlank, leicht bewegt, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, am leicht vom Winde bewegten Röhricht hin, Il. 18, 576, nach Aristarch.; vgl. aber Spitzner zur Stelle; die Schol. führen an, daß Zenodot. διὰ ῥαδαλόν las u. Aristophanes παρὰ ῥαδαλόν.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
souple, flexible.
Étymologie: R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible.
Russian (Dvoretsky)
ῥοδᾰνός: гибкий (δονακεύς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, ἁπαλός, εὐδιάσειστος, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Ἰλ. Σ. 576· - αὕτη εἶναι ἡ κοινῶς ἀποδεδεγμένη γραφή· καὶ ἅπαντες μὲν συμφωνοῦσι περὶ τὴν σημασίαν, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὸν τύπον ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ γνωμῶν· ὁ Ζηνόδοτ. ἔγραφε: διὰ ῥοδαλὸν ἢ κραδαλόν· ὁ Ἀριστοφ. παρὰ ῥαδαλόν· ἄγνωστον πῶς ἀνεγίνωσκεν ὁ Ἀρίσταρχος· ἴδε Σχόλ. Ἑνετ. καὶ τὴν σημείωσιν Spitzner ἐν τόπῳ· πρβλ. ὡσαύτως ῥαδινός.
English (Autenrieth)
waving, swaying, Il. 18.576† (v.l. ῥαδαλόν).
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.
Greek Monotonic
ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, απαλός, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
ῥοδᾰνός, ή, όν
waving, flickering, Il. [deriv. uncertain]