εὐστάθεια: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4, $5.<br")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />fermeté, stabilité, consistance, équilibre du corps et de l'intelligence.<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταθής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[fermeté]], [[stabilité]], [[consistance]], [[équilibre du corps et de l'intelligence]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐσταθής]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:49, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστάθεια Medium diacritics: εὐστάθεια Low diacritics: ευστάθεια Capitals: ΕΥΣΤΑΘΕΙΑ
Transliteration A: eustátheia Transliteration B: eustatheia Transliteration C: efstatheia Beta Code: eu)sta/qeia

English (LSJ)

[ᾰ] (also εὐσταθ-ία IPE12.91.11 (Olbia, ii/iii A.D.), poet. εὐσταθίη AP12.199 (Strat.)), ἡ, A stability, tranquillity, coupled with εὐνομία, Ph. 1.248; κατὰ τὰς πόλεις ib.680; ὑπὲρ εὐσταθείας τῆς πόλεως IPE12.94.11 (Olbia); τὴν Αἴγυπτον ἐν εὐ. διάγουσαν OGI669.4 (Egypt, i A.D.); εὐστάθειαν τῷ Βακχείῳ SIG1109.15 (ii A.D.). 2 especially of bodily health, εὐ. σαρκός Epicur. Fr.8, 424, Olympic. ap. Gal.10.56. 3 of persons, εὐσταθίη ἡ ἐν ἑωυτῷ self-possession, Hp. Decent.12; stedfastness, tranquillity, Phld.Mus.p.33K., Ph.1.231, al.; ἐν βουλαῖς Plu.2.342f, al.; τῆς ψυχῆς Ath.Med. ap. Orib.inc.21.20, cf. Ptol. Tetr.11; steadiness, ὁρμῶν Stoic.3.65.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
fermeté, stabilité, consistance, équilibre du corps et de l'intelligence.
Étymologie: εὐσταθής.

German (Pape)

ἡ, Festigkeit, Beständigkeit, Standhaftigkeit, Plut. oft. Auch ἡ ὑμνουμένη σαρκὸς εὐστ., Plut. sanit. tuend. p. 404; bei den Epikuräern das dauernde Gutbefinden des Körpers. Vgl. über das Wort Lobeck zu Phryn. p. 283.

Russian (Dvoretsky)

εὐστάθεια: (ᾰθ) ἡ
1 стойкость, твердость, постоянство (παρὰ τὰς μεταβολάς Plut.);
2 хорошее состояние, крепость (σαρκός Epicur. ap. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστάθεια: ἡ, σταθερότης, καλὴ κατάστασις, εὐημερία, Πλούτ. 2. 342F, κτλ.∙ ὑπὲρ εὐστ. τῆς πόλεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2071, πρβλ. 3459. 2) ἰδίως ἐπὶ σωματικῆς ὑγείας, εὐστ. σαρκός, φράσεις τῶν Ἐπικουρείων ἐν Πλουτ. 2. 135C, κτλ.∙ corpus bene constitutum Κικ. Tusc 2. 6∙ οὕτως Ἰων. εὐσταθίη Ἱππ. 24, 45, Ἀνθ. Π. 12. 199∙ εὐσταθία Συλλ. Ἐπιγρ. 2070.

Greek Monolingual

η (Α εὐστάθεια και εὐσταθία, Α και εὐσταθίη) ευσταθής
1. το να στέκει κάτι καλά, η σταθερότητα (α. «η ευστάθεια του πλοίου» β. «ὑπὲρ εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ θεοῦ ἐκκλησιῶν»)
2. ησυχία, ασφάλειαεὐστάθεια κατὰ τὰς πόλεις», Φίλ.)
3. ψυχική ισορροπίαευστάθεια χαρακτήρα»)
αρχ.
1. (για τη σωματική υγεία) καλή κατάσταση
2. (για πρόσ.) αυτοκυριαρχία, αυτοσυγκράτησηεὐστάθεια ὁρμῶν» — η εγκράτεια στις ορμές, Στωικ.).

Greek Monotonic

εὐστάθεια: Ιων. -ίη, ἡ, σταθερότητα, καλή υγεία, ευημερία, σε Ανθ.

Middle Liddell


stability: good health, vigour, Anth. [from εὐσταθής