διαψηφίζομαι: Difference between revisions
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
mNo edit summary |
|||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> διαψηφίσομαι, <i>att.</i> διαψηφιοῦμαι;<br />apporter chacun son suffrage, voter en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψηφίζω]]. | |btext=<i>f.</i> διαψηφίσομαι, <i>att.</i> διαψηφιοῦμαι;<br />[[apporter chacun son suffrage]], [[voter en ordre]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψηφίζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:50, 9 January 2023
Middle Liddell
fut. Attic διαψηφιοῦμαι
I. Dep. to vote in order with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.
II. to decide by vote, Dem.
German (Pape)
[Seite 614] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; περί τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch ταῦτα, Lys. 26, 1.
French (Bailly abrégé)
f. διαψηφίσομαι, att. διαψηφιοῦμαι;
apporter chacun son suffrage, voter en ordre.
Étymologie: διά, ψηφίζω.
Russian (Dvoretsky)
διαψηφίζομαι: голосовать, решать голосованием (τι Lys. и περί τινος Plat.; κρυπτῇ ψήφῶ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
διαψηφίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ ψήφων (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. περί τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. κρύβδην, κρύφα Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. διαψηφιστός. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· ταύτῃ διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.
Greek Monolingual
και διαψηφίζω (ΑΝ)
δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω
μσν.
ενεργ. υπολογίζω τους φόρους
αρχ.
1. αποφασίζω με ψήφο
2. παθ. κρίνομαι με ψήφο
3. ενεργ. θέτω σε ψηφορορία.
Greek Monotonic
διαψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.:
I. ψηφίζω με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.
II. αποφαίνομαι μέσω της ψήφου, σε Δημ.