ἐπίφρων: Difference between revisions
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φρήν]]. | |btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[prudent]], [[sage]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φρήν]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:05, 9 January 2023
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν) thoughtful, οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι..ἐπίφρονα to make the thoughtful thoughtless, Od.23.12; αἰχμητὴν..καὶ ἐπίφρονα βουλήν sage in counsel, 16.242; ἐ. Αὐγείαο Theoc.25.29; also ἐ. βουλή Od.3.128, Hes.Th.122; ἐ. μῆτις Od.19.326, B.15.25. —Ep. and Lyr., never in Il.
German (Pape)
[Seite 1001] ον, verständig, bedachtsam, klug (ᾡ ἔπι φρένες), Od. 23, 12, von Menschen, wie 16, 242, χεῖράς τ' αἰχμητὴν ἔμεναι καὶ ἐπίφρονα βουλήν, klug an Rath; νόῳ καὶ ἐπίφρονι βουλῇ 3, 128, μῆτις 19, 326; Hes. Th. 122 u. öfter, u. sp. D., wie Theocr. 25, 29.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: ἐπί, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίφρων: (благо)разумный, рассудительный (βουλή Hom., Hes.; sc. ἀνήρ Hom., Theocr.): ἐ. βουλήν Hom. дающий разумные советы.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφρων: -ον, (φρὴν) φρόνιμος, συνετός, οἵ τε (οἱ θεοὶ) δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ’ μάλ’ ἐόντα Ὀδ. Ψ. 12· αἰχμητήν... καὶ ἐπίφρονα βουλήν, συνετὸν ἐν βουλῇ, ΙΙ. 242· ὡσαύτως, βουλή, μῆτις ἐπίφρων Γ. 128, Τ. 326, Ἡσ., (ἀλλ’ οὐδαμοῦ ἐν Ἰλ.). Λέξις Ἐπικὴ ἀπαντῶσα καὶ παρὰ Βακχυλ. 16. 25 (ἔκδ. Kenyon)· πρβλ. εὔφρων.
English (Autenrieth)
thoughtful, sagacious, discreet; βουλή, μῆτις, γ 12, Od. 19.326. (Od.)
Greek Monolingual
ἐπίφρων, -ον (Α)
1. φρόνιμος, συνετός (α. «οἵ τε δύνανται ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ’ ἐόντα», Ομ. Οδ.
β. «δάμναται [ὁ Ἔρως] ἐν στήθεσσι νόον καὶ ἐπίφρονα βουλήν», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -φρων (< φρην), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άφρων, εΰφρων)].
Greek Monotonic
ἐπίφρων: -ον (φρήν), φρόνιμος, συνετός, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
φρήν
thoughtful, sage, Od.