Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀΐτας: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> -εω, <i>acc.</i> -αν (ὁ) :<br /><i>terme dor.</i><br />jeune homme aimé, éromène.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert., pê de [[ἀΐω]]¹.
|btext=<i>gén.</i> -εω, <i>acc.</i> -αν (ὁ) :<br /><i>terme dor.</i><br />[[jeune homme aimé]], [[éromène]].<br />'''Étymologie:''' DELG étym. incert., pê de [[ἀΐω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:05, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀΐτας Medium diacritics: ἀΐτας Low diacritics: αΐτας Capitals: ΑΪΤΑΣ
Transliteration A: aḯtas Transliteration B: aitas Transliteration C: aitas Beta Code: a)i/+tas

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, Dor. word for a beloved youth, answering to εἰσπνήλας or εἴσπνηλος (the lover), Ar.Fr.738 (fort. Eratosth.), Theoc.12.14 (αἴτης, said to be a Thessalian word), cj. in 23.63; generally, lover, Χρύσας (sc. Ἀθανᾶς) δ' ἀΐτας Dosiad.Ara5, cf. Lyc.461:—fem. ἀῖτις Hdn.Gr.1.105, 2.296, cf. Alcm.125.

French (Bailly abrégé)

gén. -εω, acc. -αν (ὁ) :
terme dor.
jeune homme aimé, éromène.
Étymologie: DELG étym. incert., pê de ἀΐω¹.

Greek (Liddell-Scott)

ἀΐτας: [ῑ], ὁ, Δωρ. λέξις ἐπὶ φιλουμένου νεανίου, ὁ ἐρώμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εἰσπνήλας ἢ εἴσπνηλος, (ὁ ἐραστής, ὁ ἐρῶν), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 576, Θεόκρ. 12. 14 (ἔνθα ὁ σχολιαστὴς λέγει ὅτι εἶναι Θεσσαλική λέξις), 23, 63, ὅπου ὁ Ahrens διορθοῖ, «στέργετε δ’ οἱ μισεῦντες», ἀντὶ τοῦ «στέργετε δ’ ὔμμες ἀίτας»· ὡσαύτως καθόλου, ἐραστής, Χρύσας δ’ ἀΐτας, Ἀνθ. Π. 15. 26: ― θηλ. ἀϊτίς (-ίος), εὕρηται παρ’ Ἀλκμᾶνι 125. Πρβλ. Μυλλέρου Δωρ. 4. 4, 6. (Παράγεται ἢ ἐκ τοῦ ἀΐω καὶ σημαίνει ὁ ἀκούων, δίδων ἀκρόασιν εἴς τινα, ἢ ἐκ τοῦ ἄω ἢ ἄημι· πρβλ. εἰσπνήλας).

Greek Monolingual

ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, -ιδος) (Α)
(λέξη της δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο)
1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών)
2. (γενικά) εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθ. < ἐνηής «ήπιος, ευμενής» (από ἦος, το < (F)ος
ήτοι ἀίτας < α(F)-ίτᾶς) ή < ἀίω «ακούω»].

Greek Monotonic

ἀΐτας: [ῑ], ὁ (ἀΐω), Δωρ. λέξη που λέγεται για πολυαγαπημένο νεαρό, ερώμενο έφηβο, ευνοούμενος, αγαπημένος, σε Θεόκρ.· γενικά, ο εραστής, σε Ανθ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: eromenos (Ar.); ἀείταν τὸν ἑταῖρον. Ἀριστοφάνης δε τὸν ἐρώμενον (Ar. fr. 738; Theocr. 12, 14 where it is called Thessalian. Also a fish (Pap. Tebt. 701, 44).
Other forms: Fem. ἀῖτις Hdn. Gr. Alcm. 34 Page.
Dialectal forms: A Dorian or Thessalian word.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: From ἀίω Diels Hermes 31, 372 and Bechtel Gr. Dial. 1, 201. Cf. Arena RFIC 96, 1968, 257f.