ἀντεπιγράφω: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "]]μαι " to "μαι]] ")
m (Text replacement - "btext=([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+), ([a-zA-ZÀ-ÿ\s'-]+);<br" to "btext=$1, $2;<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=inscrire à la place de, substituer une chose à une autre dans une inscription;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀντεπιγράφομαι]] s'inscrire à la place de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιγράφω]].
|btext=[[inscrire à la place de]], [[substituer une chose à une autre dans une inscription]];<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀντεπιγράφομαι]] s'inscrire à la place de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἐπιγράφω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:10, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεπιγράφω Medium diacritics: ἀντεπιγράφω Low diacritics: αντεπιγράφω Capitals: ΑΝΤΕΠΙΓΡΑΦΩ
Transliteration A: antepigráphō Transliteration B: antepigraphō Transliteration C: antepigrafo Beta Code: a)ntepigra/fw

English (LSJ)

[ᾰ], write something instead, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀ. D.22.72:—Med., -εσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα put their own names instead of the other party to the victory, i.e. claim it, Plb.18.34.2.

Spanish (DGE)

escribir en lugar de καλὰ ... ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελὼν ὡς ἀσεβῆ ... ἀντεπιγέγραφεν D.22.72, cf. D.24.180, τὸ αὑτοῦ ὄνομα D.C.37.44.2
en v. med. inscribirse en lugar de ἐπὶ τὸ νίκημα para la victoria e.d. arrogarse la victoria Plb.18.34.2.

German (Pape)

[Seite 247] anstatt eines andern darauf schreiben, die Aufschrift verändern, καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν ἀσεβῆ ἀντεπέγραψε Dem. 24, 180; vgl. Pol. 18, 17, wo das med. steht, ἀντεπιγραφοαένους ἐπὶ τὸ νίκημα, d. i. sich den Sieg zuschreiben, den ein Anderer errungen hat.

French (Bailly abrégé)

inscrire à la place de, substituer une chose à une autre dans une inscription;
Moy. ἀντεπιγράφομαι s'inscrire à la place de.
Étymologie: ἀντί, ἐπιγράφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεπιγράφω: записывать вместо (чего-л.) (καλὰ ἐπιγράμματα ἀνελὼν δεινὰ ἀντεπιγέγραφεν Dem.): ἀντεπιγράφεσθαι ἐπὶ τὸ νίκημα Polyb. приписывать себе (чужую) победу.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεπιγράφω: ἐπιγράφω τι εἰς τὴν θέσιν ἄλλου, ὅπερ ἐξήλειψα, καὶ μὴν ... σκέψασθ’ ὡς καλὰ καὶ ζηλωτὰ ἐπιγράμματα τῆς πόλεως ἀνελών, ὡς ἀσεβῆ καὶ δεινὰ ἀντεπέγραψεν Δημ. 615 ἐν τέλ.: - Μέσ., ἀντεπιγραφομένους ἐπὶ τὸ νίκημα, τ. ἔ. οἰκειοποιημένους τὴν νίκην ἣν ἄλλος ἐκέρδησε, Πολύβ. 18. 17, 2.

Greek Monolingual

ἀντεπιγράφω (Α)
1. επιγράφω κάτι στη θέση άλλου που εξάλειψα
2. (-ομαι)
οικειοποιούμαι κάτι που ανήκει σε άλλον.

Greek Monotonic

ἀντεπιγράφω: μέλ. -ψω, γράφω κάτι αντί άλλου, σε Δημ.

Middle Liddell


to write something instead, Dem.