βατός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βᾰτός:''' (удобо)проходимый (τινι Xen., Men.; Soph. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἄβατος]]; ἡ [[ψάμμος]] Luc.; [[τόπος]] Plut.).
|elrutext='''βᾰτός:''' [[удобопроходимый]], [[проходимый]] (τινι Xen., Men.; Soph. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἄβατος]]; ἡ [[ψάμμος]] Luc.; [[τόπος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:55, 8 February 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰτός Medium diacritics: βατός Low diacritics: βατός Capitals: ΒΑΤΟΣ
Transliteration A: batós Transliteration B: batos Transliteration C: vatos Beta Code: bato/s

English (LSJ)

ή, όν, (βαίνω) A passable, accessible, τοῖς ὑποζυγίοις X.An. 4.6.17, cf. Men.924, Arr.An.4.21.3, Nonn.D.1.54, al.; = βέβηλος, opp. ἄβατος, Porph.Abst.4.11: metaph., permissible, Just.Nov.30.8 Intr. II Act., speeding, πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 accesible, a donde se puede llegar de montañas, X.An.4.6.17, τόπος Men.Fr.751, cf. Arr.An.4.21.3, γῆ IKyme 37.39, ISmyrna 210.10 (imper.), χθών UPZ 226.10 (II a.C.), Nonn.Par.Eu.Io.1.36, τὸ ἱερόν Porph.Abst.4.11
del mar, ríos vadeable, que se puede cruzar θάλασσα Lyc.1414, cf. Philostr.Im.1.25.2, Nonn.D.1.54, Par.Eu.Io.6.19
fig. accesible, fácil del estilo de Tucídides AP 9.583, ὥστε μηδενὶ τὰς τοιαύτας ἀργυρολογίας βατὰς ... γίνεσθαι Iust.Nou.30.8 tít.
2 rápido πούς Nonn.D.2.96, 18.55.

German (Pape)

[Seite 439] ή, όν, gangbar, ersteigbar, τὰ βατά Soph. frg. 109; τοῖς ὑποζυγίοις Xen. An. 4, 6, 17; λίμνη Pol. 10, 8; zu durchwaten, Arr. u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
où l'on peut aller, accessible.
Étymologie: adj. verb. de βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βατός -ή -όν βαίνω begaanbaar.

Russian (Dvoretsky)

βᾰτός: удобопроходимый, проходимый (τινι Xen., Men.; Soph. - v.l. к ἄβατος; ἡ ψάμμος Luc.; τόπος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰτός: -ή, -όν, (βαίνω) διαβατός, εὔβατος, τοῖς ὑποζυγίοις Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17, Ἀρρ. Ἀν. 4. 21, 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 39. – Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 109, ἴδε ἐν λ. βέβηλος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM βατός, -ή, -όν) βαίνω
1. διαβατός, ευκολοπέραστος
2. κατορθωτός, εύκολος στην αντιμετώπισή του
μσν.
εκείνος που επιτρέπεται, που δεν είναι απαγορευμένος
αρχ.
1. βέβηλος (αντίθ. του άβατος)
2. φρ. «βατὸς πούς» — πόδι που κινείται γρήγορα.

Greek Monotonic

βᾰτός: -ή, -όν (βαίνω), προσπελάσιμος, σε Ξεν.

Middle Liddell

βαίνω
passable, Xen.