μόλυσμα: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
mNo edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (ΑΜ Α και [[μόλυμμα]], [[μόλυσμα]]) [[μολύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] με το οποίο μολύνεται [[κάποιος]], νοσογόνο [[μικρόβιο]], μεταδοτική [[νόσος]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> ο [[παράγοντας]] πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μίασμα]], [[κηλίδα]], [[ακαθαρσία]], [[μόλεμα]], [[μόλυνση]]. | |mltxt=το (ΑΜ Α και [[μόλυμμα]], [[μόλυσμα]]) [[μολύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] με το οποίο μολύνεται [[κάποιος]], νοσογόνο [[μικρόβιο]], μεταδοτική [[νόσος]] κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>(φυτοπαθολ.)</b> ο [[παράγοντας]] πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μίασμα]], [[κηλίδα]], [[ακαθαρσία]], [[μόλεμα]], [[μόλυνση]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[abomination]]=== | |||
Catalan: abominació; Chinese Mandarin: 厭惡; Czech: odpornost, ohavnost; Danish: afskyelighed, pestilens, vederstyggelighed; Dutch: [[afschuwelijk iets]], [[gruwel]], [[abominatie]]; Esperanto: abomenaĵo; Finnish: iljetys; Georgian: საზიზღრობა; German: [[Abscheulichkeit]]; Greek: [[βδέλυγμα]], [[έκτρωμα]], [[εξάμβλωμα]]; Ancient Greek: [[ἄγος]], [[ἅγος]], [[ἀπαλλοτρίωσις]], [[βδέλυγμα]], [[βδελυγμός]], [[βδελυρία]], [[κατάπτυσμα]], [[μάκρυμμα]], [[μίασμα]], [[μόλυσμα]], [[μολυσμός]], [[μυσαρόν]], [[μύσος]], [[στύγημα]], [[στύγος]], [[τὸ μυσαρόν]]; Icelandic: viðurstyggð; Italian: [[abominio]]; Lithuanian: bjaurastis; Malay: kekejian; Mongolian: жигшүүртэй; Portuguese: [[abominação]]; Romanian: abominațiune; Russian: [[гадость]], [[мерзость]]; Slovak: ohavnosť; Spanish: [[abominación]], [[maldad]]; Sumerian: 𒀭𒉣𒈝; Swedish: avskyvärdhet, styggelse; Thai: สิ่งที่น่ารังเกียจ; Turkish: iğrençlik; Welsh: ffieiddbeth | |||
}} | }} |
Revision as of 11:23, 28 February 2023
English (LSJ)
ατος, τό, spot, taint, Hierocl. in CA26p.478M., Sch.rec. A.Pers.576.
German (Pape)
[Seite 201] τό, der Schmutz, Fleck, die Unreinigkeit, Schol. Aesch. Pers. 577 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
μόλυσμα: ατος τό и μολυσμός ὁ досл. грязь, перен. скверна, мерзость Plut., NT, Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μόλυσμα: τό, μίασμα, κηλίς, ἀκαθαρσία, Πορφύρ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 20.
Greek Monolingual
το (ΑΜ Α και μόλυμμα, μόλυσμα) μολύνω
νεοελλ.
1. καθετί με το οποίο μολύνεται κάποιος, νοσογόνο μικρόβιο, μεταδοτική νόσος κ.λπ.
2. (φυτοπαθολ.) ο παράγοντας πρόκλησης μιας παρασιτικής ασθένειας
μσν.-αρχ.
μίασμα, κηλίδα, ακαθαρσία, μόλεμα, μόλυνση.
Translations
abomination
Catalan: abominació; Chinese Mandarin: 厭惡; Czech: odpornost, ohavnost; Danish: afskyelighed, pestilens, vederstyggelighed; Dutch: afschuwelijk iets, gruwel, abominatie; Esperanto: abomenaĵo; Finnish: iljetys; Georgian: საზიზღრობა; German: Abscheulichkeit; Greek: βδέλυγμα, έκτρωμα, εξάμβλωμα; Ancient Greek: ἄγος, ἅγος, ἀπαλλοτρίωσις, βδέλυγμα, βδελυγμός, βδελυρία, κατάπτυσμα, μάκρυμμα, μίασμα, μόλυσμα, μολυσμός, μυσαρόν, μύσος, στύγημα, στύγος, τὸ μυσαρόν; Icelandic: viðurstyggð; Italian: abominio; Lithuanian: bjaurastis; Malay: kekejian; Mongolian: жигшүүртэй; Portuguese: abominação; Romanian: abominațiune; Russian: гадость, мерзость; Slovak: ohavnosť; Spanish: abominación, maldad; Sumerian: 𒀭𒉣𒈝; Swedish: avskyvärdhet, styggelse; Thai: สิ่งที่น่ารังเกียจ; Turkish: iğrençlik; Welsh: ffieiddbeth