несчастье: Difference between revisions
From LSJ
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ | |rueltext=[[ἀθλιότης]], [[αἰκία]], [[ἀκλήρημα]], [[ἀμμορία]], [[ἀμμορίη]], [[ἀνολβίη]], [[ἀντίξοον]], [[ἀντίξουν]], [[ἀρά]], [[ἀρή]], [[ἄτα]], [[ἄτη]], [[ἀτύχημα]], [[δαίμων]], [[δρᾶμα]], [[δύη]], [[δυσαμερία]], [[δυσδαιμονία]], [[δυσημερία]], [[δυσμορία]], [[δυσπραξία]], [[δυστύχημα]], [[δυστυχία]], [[ἔλεος]], [[κακοδαιμονία]], [[κακοδαιμονίη]], [[κακόν]], [[κακοπραγία]], [[κακότης]], [[κακουχία]], [[κήρ]], [[λυγρά]], [[λῦμα]], [[νόσημα]], [[οἰζύς]], [[ὀϊζύς]], [[πάθα]], [[πάθη]], [[πένθος]], [[πῆμα]], [[πραγμα]], [[πτῶμα]], [[συμπότης]], [[σύμπτωμα]], [[συμφορά]], [[συντυχία]], [[τλημοσύνη]], [[τύχη]], [[χειμών]] | ||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 2 March 2023
Russian > Greek
ἀθλιότης, αἰκία, ἀκλήρημα, ἀμμορία, ἀμμορίη, ἀνολβίη, ἀντίξοον, ἀντίξουν, ἀρά, ἀρή, ἄτα, ἄτη, ἀτύχημα, δαίμων, δρᾶμα, δύη, δυσαμερία, δυσδαιμονία, δυσημερία, δυσμορία, δυσπραξία, δυστύχημα, δυστυχία, ἔλεος, κακοδαιμονία, κακοδαιμονίη, κακόν, κακοπραγία, κακότης, κακουχία, κήρ, λυγρά, λῦμα, νόσημα, οἰζύς, ὀϊζύς, πάθα, πάθη, πένθος, πῆμα, πραγμα, πτῶμα, συμπότης, σύμπτωμα, συμφορά, συντυχία, τλημοσύνη, τύχη, χειμών