νοικοκυρά: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=[[νοικοκύρης]], ο, θηλ. [[νοικοκυρά]] και [[νοικοκερά]] (Μ [[νοικοκύρης]] και [[νοικοκύρις]])<br />[[οικοδεσπότης]] («κι ο [[νοικοκύρης]] του σπιτιού [[χρόνια]] [[πολλά]] να ζήσει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδιοκτήτης]] μισθωμένου ακινήτου, [[σπιτονοικοκύρης]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>3.</b> [[κύριος]], [[αφέντης]] κάποιου<br /><b>4.</b> αυτός που έχει οικονομική [[άνεση]], [[ευκατάστατος]] («μαζεύτηκαν όλοι οι νοκοκυραίοι του χωριού»)<br /><b>5.</b> [[συνετός]] [[διαχειριστής]] τών υποθέσεων του οίκου, [[οικονόμος]]<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[καλός]] [[οικογενειάρχης]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ.</b> [[γυναίκα]] που φροντίζει πολύ για την [[τάξη]] και [[ευπρέπεια]] του σπιτιού της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>οἰκοκύρης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰκοκύριος</i> (<b>πρβλ.</b> και [[κύρης]] - [[κύριος]]). Το -<i>ν</i>- του τ. οφείλεται στην στενή [[συνεκφορά]] της λ. [[οικοκύρης]] με την αιτ. του άρθρου: <i>τον οικοκύρη</i> > <i>νοικοκύρη</i> > [[νοικοκύρης]]]. | |mltxt=[[νοικοκύρης]], ο, θηλ. [[νοικοκυρά]] και [[νοικοκερά]] (Μ [[νοικοκύρης]] και [[νοικοκύρις]])<br />[[οικοδεσπότης]] («κι ο [[νοικοκύρης]] του σπιτιού [[χρόνια]] [[πολλά]] να ζήσει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ιδιοκτήτης]] μισθωμένου ακινήτου, [[σπιτονοικοκύρης]]<br /><b>2.</b> [[σύζυγος]]<br /><b>3.</b> [[κύριος]], [[αφέντης]] κάποιου<br /><b>4.</b> αυτός που έχει οικονομική [[άνεση]], [[ευκατάστατος]] («μαζεύτηκαν όλοι οι νοκοκυραίοι του χωριού»)<br /><b>5.</b> [[συνετός]] [[διαχειριστής]] τών υποθέσεων του οίκου, [[οικονόμος]]<br /><b>6.</b> (<b>το αρσ.</b>) [[καλός]] [[οικογενειάρχης]]<br /><b>7.</b> <b>το θηλ.</b> [[γυναίκα]] που φροντίζει πολύ για την [[τάξη]] και [[ευπρέπεια]] του σπιτιού της.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. <i>οἰκοκύρης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>οἰκοκύριος</i> (<b>πρβλ.</b> και [[κύρης]] - [[κύριος]]). Το -<i>ν</i>- του τ. οφείλεται στην στενή [[συνεκφορά]] της λ. [[οικοκύρης]] με την αιτ. του άρθρου: <i>τον οικοκύρη</i> > <i>νοικοκύρη</i> > [[νοικοκύρης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[housekeeper]]=== | |trtx====[[housekeeper]]=== | ||
Arabic: مُدَبَّرَة الْمَنْزَل al-manzal); Bulgarian: домакиня; Catalan: casera; Chinese Mandarin: 女管家, 管家; Czech: hospodyně; Dutch: [[huishoudster]]; Finnish: emäntä; French: [[ménagère]]; German: [[Hausfrau]], [[Haushälterin]], [[Haushälter]]; Greek: [[οικονόμος]], [[νοικοκυρά]]; Ancient Greek: [[διοικήτρια]], [[οἰκονόμος]], [[οἰκουρός]]; Ido: menajisto; Irish: bean tí, tíosach; Italian: [[casalinga]]; Japanese: 家政婦, ハウスキーパー; Korean: 가정부(家政婦); Macedonian: домаќинка; Portuguese: [[dona de casa]]; Romanian: menajeră, femeie în casă, casnică; Russian: [[домработница]], [[экономка]]; Spanish: [[ama de casa]]; Turkish: ev hanımı; Vietnamese: bà quản gia | Arabic: مُدَبَّرَة الْمَنْزَل al-manzal); Bulgarian: домакиня; Catalan: casera; Chinese Mandarin: 女管家, 管家; Czech: hospodyně; Dutch: [[huishoudster]]; Finnish: emäntä; French: [[ménagère]]; German: [[Hausfrau]], [[Haushälterin]], [[Haushälter]]; Greek: [[οικονόμος]], [[νοικοκυρά]]; Ancient Greek: [[διοικήτρια]], [[οἰκονόμος]], [[οἰκουρός]]; Ido: menajisto; Irish: bean tí, tíosach; Italian: [[casalinga]]; Japanese: 家政婦, ハウスキーパー; Korean: 가정부(家政婦); Macedonian: домаќинка; Portuguese: [[dona de casa]]; Romanian: menajeră, femeie în casă, casnică; Russian: [[домработница]], [[экономка]]; Spanish: [[ama de casa]]; Turkish: ev hanımı; Vietnamese: bà quản gia | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:47, 8 May 2023
Greek Monolingual
νοικοκύρης, ο, θηλ. νοικοκυρά και νοικοκερά (Μ νοικοκύρης και νοικοκύρις)
οικοδεσπότης («κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει», δημ. τραγούδι)
νεοελλ.
1. ιδιοκτήτης μισθωμένου ακινήτου, σπιτονοικοκύρης
2. σύζυγος
3. κύριος, αφέντης κάποιου
4. αυτός που έχει οικονομική άνεση, ευκατάστατος («μαζεύτηκαν όλοι οι νοκοκυραίοι του χωριού»)
5. συνετός διαχειριστής τών υποθέσεων του οίκου, οικονόμος
6. (το αρσ.) καλός οικογενειάρχης
7. το θηλ. γυναίκα που φροντίζει πολύ για την τάξη και ευπρέπεια του σπιτιού της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. οἰκοκύρης < οἰκοκύριος (πρβλ. και κύρης - κύριος). Το -ν- του τ. οφείλεται στην στενή συνεκφορά της λ. οικοκύρης με την αιτ. του άρθρου: τον οικοκύρη > νοικοκύρη > νοικοκύρης].
Translations
housekeeper
Arabic: مُدَبَّرَة الْمَنْزَل al-manzal); Bulgarian: домакиня; Catalan: casera; Chinese Mandarin: 女管家, 管家; Czech: hospodyně; Dutch: huishoudster; Finnish: emäntä; French: ménagère; German: Hausfrau, Haushälterin, Haushälter; Greek: οικονόμος, νοικοκυρά; Ancient Greek: διοικήτρια, οἰκονόμος, οἰκουρός; Ido: menajisto; Irish: bean tí, tíosach; Italian: casalinga; Japanese: 家政婦, ハウスキーパー; Korean: 가정부(家政婦); Macedonian: домаќинка; Portuguese: dona de casa; Romanian: menajeră, femeie în casă, casnică; Russian: домработница, экономка; Spanish: ama de casa; Turkish: ev hanımı; Vietnamese: bà quản gia