κακοχρήσμων: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακοχρήσμων]], -ον και δωρ. τ. [[κακοχράσμων]], -ον (Α)<br />(πιθ. εσφ. αν. [[αντί]] [[κακοφράδμων]]) αυτός με τον οποίο δύσκολα μπορεί να συζεί [[κανείς]], [[δύστροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήσμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), [[πρβλ]]. <i>λοξο</i>-<i>χρήσμων</i>].
|mltxt=[[κακοχρήσμων]], -ον και δωρ. τ. [[κακοχράσμων]], -ον (Α)<br />(πιθ. εσφ. αν. [[αντί]] [[κακοφράδμων]]) αυτός με τον οποίο δύσκολα μπορεί να συζεί [[κανείς]], [[δύστροπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρήσμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), [[πρβλ]]. [[λοξοχρήσμων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 06:38, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακοχρήσμων Medium diacritics: κακοχρήσμων Low diacritics: κακοχρήσμων Capitals: ΚΑΚΟΧΡΗΣΜΩΝ
Transliteration A: kakochrḗsmōn Transliteration B: kakochrēsmōn Transliteration C: kakochrismon Beta Code: kakoxrh/smwn

English (LSJ)

Dor. κακοχράσμων, ον, gen. ονος, (Χράομαι) difficult to live with, v.l. for κακοφράσμων, Theoc.4.22, cf. Sch.ad loc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοχρήσμων -ον, gen. - ονος, Dor. κακοχράσμων [κακός, χράομαι] armzalig.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοχρήσμων: дор. κᾰκοχράσμων 2, gen. ονος χράομαι необщительный, нелюдимый, по друг. χρῆμα неимущий, бедный (ὁ δᾶμος Theocr.).

Greek Monolingual

κακοχρήσμων, -ον και δωρ. τ. κακοχράσμων, -ον (Α)
(πιθ. εσφ. αν. αντί κακοφράδμων) αυτός με τον οποίο δύσκολα μπορεί να συζεί κανείς, δύστροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -χρήσμων (< χρῶμαι), πρβλ. λοξοχρήσμων].

Greek Monotonic

κᾰκοχρήσμων: Δωρ. -χράσμων, -ον (χράομαι), δύσκολος, δύστροπος στη συγκατοίκηση, αφόρητος στη συμβίωση, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κακοχρήσμων: Δωρ. -χράσμων, ον, (χράομαι) μεθ’ οὗ δυσκόλως δύναταί τις νὰ συζῇ, δύστροπος, ἢ κατ’ ἄλλους, ἄπορος, κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος, «ἢ ὁ ταῦρος, ὁ τοῦ Λαμπριάδου δηλονότι... ἀντὶ τοῦ κακὸς εἰς τὸ χρῆσθαι αὐτῷ τινα» (Σχόλ.), Θεόκρ. 4. 22· ἀλλ’ ὁ Meineke διορθοῖ: κακοφράδμων ἐκ τοῦ Κώδικος Harl., παρατηρῶν ὅτι ὁ Θεόκριτος μεταχειρίζεται τοὺς τύπους χρῆσθαι καὶ χρῆμα, κτλ., οὐχὶ δὲ χρᾶσθαι καὶ χρᾶμα.

Middle Liddell

χράομαι
difficult to live with, Theocr.