ὀξίνης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξίνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b>, (για [[κρασί]]) αυτός που έχει όξινη [[γεύση]], [[ξινός]] («[[ὀξίνης]] [[οἶνος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[κρασί]] με όξινη [[γεύση]], που διακρίνεται από το [[ξίδι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κακός]] [[χαρακτήρας]], [[δύστροπος]], [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]] («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην ὑπέρβολον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ελαφ</i>-<i>ίνης</i>, <i>κεγχρ</i>-<i>ίνης</i>)].
|mltxt=[[ὀξίνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b>, (για [[κρασί]]) αυτός που έχει όξινη [[γεύση]], [[ξινός]] («[[ὀξίνης]] [[οἶνος]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> [[κρασί]] με όξινη [[γεύση]], που διακρίνεται από το [[ξίδι]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κακός]] [[χαρακτήρας]], [[δύστροπος]], [[ενοχλητικός]], [[δυσάρεστος]] («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην ὑπέρβολον», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄξος]] «[[ξίδι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίνης</i> (<b>πρβλ.</b> [[ελαφίνης]], [[κεγχρίνης]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῐ́νης Medium diacritics: ὀξίνης Low diacritics: οξίνης Capitals: ΟΞΙΝΗΣ
Transliteration A: oxínēs Transliteration B: oxinēs Transliteration C: oksinis Beta Code: o)ci/nhs

English (LSJ)

[ῐ], ου, ὁ, A sharp, sour, χυμός Plu.2.913b (codd. Wyttenb., ὀξὺν codd. Bernardak.); ὀξίνης (sc. οἶνος), ὁ, sour wine, Hermipp.91, Thphr.HP9.11.1; ὀ. οἶνος Hp.Vict.2.52 (in pl. ὀξίναι), Thphr.HP 9.20.4, Diph.82 : distinguished from ὄξος, Plu.2.732b,1047e. 2 metaph., sour-tempered, tart, πολίτης Ar.Eq.1304; θυμός Id.V.1082.—In Gp. 6.4.2 and Phryn. PSp.92 B., we find ὄξινος :—also ὄξυνος v.l. in Gp. l.c.

German (Pape)

[Seite 351] ὁ, οἶνος, saurer Wein, Krätzer, dem χρηστὸς οἶνος entgeggstzt, Plut. de tranq. anim. 8; und adjectiv., χυμός, herb, als eigenthümlicher Geschmack des unreifen Weines bezeichnet, der nachher in den οἰνώδης übergeht, doch auch den ῥοιαί u. μῆλα beigelegt, Qu. nat. 5, während πικρός von der Olive gilt. – Übertr., θυμός, Ar. Vesp. 1082, u. von Menschen ὁ ὀξ., der Sauertopf, mürrisch, grämlich, Equ. 1301.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
aigre, sur.
Étymologie: ὀξύς.

Russian (Dvoretsky)

ὀξίνης: ου (ῐ) adj. m
1 кислый, терпкий или острый (χυμός Plut.);
2 угрюмый, брюзгливый (θυμός Arph.).
ου ὁ
1 (sc. οἷνος) прокисшее или кислое вино Plut.;
2 (sc. ἀνήρ) брюзга, ворчун Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξίνης: [ῐ], -ου, «ξινός», χυμὸς Πλούτ. 2. 913Β· - ὀξίνης (ἐξυπ. οἶνος), ὁ, ξινὸν κρασί, Ἕρμιππ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 1· ὀξ. οἶνος αὐτόθι 9. 20, 4, Δίφιλος ἐν «Φιλαδέλφοις» 2· - διακρίνεται ἀπὸ τοῦ ὄξους, Πλούτ. 2. 732Β, 1047Ε. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων δυσάρεστον χαρακτῆρα, δύστροπος, πολίτης Ἀριστοφ. Ἱππ. 1304· θυμὸς ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1082. - Ἐν Γεωπ. 6. 4, 5, ἔχομεν τὸν τύπον ὄξινος.

Greek Monolingual

ὀξίνης, ὁ (Α)
1. ως επίθ., (για κρασί) αυτός που έχει όξινη γεύση, ξινόςὀξίνης οἶνος», Ιπποκρ.)
2. ως ουσ. κρασί με όξινη γεύση, που διακρίνεται από το ξίδι
3. μτφ. κακός χαρακτήρας, δύστροπος, ενοχλητικός, δυσάρεστος («ἄνδρα μοχθηρὸν πολίτην, ὀξίνην ὑπέρβολον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + επίθημα -ίνης (πρβλ. ελαφίνης, κεγχρίνης)].

Greek Monotonic

ὀξίνης: [ῐ], -ου, ὁ, οξύς, ξινός, δριμύς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ὀξῐ́νης, ου, ὁ,
sharp, sour, tart, Ar.