φειδωλή: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φειδώ]], [[οικονομία]]<br /><b>2.</b> θηλ. τοῦ [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλή</i> ( | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[φειδώ]], [[οικονομία]]<br /><b>2.</b> θηλ. τοῦ [[φειδωλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φείδ</i>-<i>ομαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωλή</i> ([[πρβλ]]. [[εὐχωλή]], [[τερπωλή]]). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -<i>ωλή</i> έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -<i>ωλός</i>, το ουσ. [[φειδωλή]] [[είναι]] αρχαιότερο του [[φειδωλός]]. Ανάλογη [[περίπτωση]] παρατηρείται και στο [[ζεύγος]] [[ἁμαρτωλή]]: [[ἁμαρτωλός]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 10:40, 8 May 2023
English (LSJ)
ἡ, = φειδώ (sparing, thrift, parsimony), Il. 22.244, Sol. 13.46, AP 12.31 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1260] ἡ, = φειδώ; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
c. φειδώ.
Russian (Dvoretsky)
φειδωλή: ἡ Hom., Anth. = φειδώ 1.
Greek (Liddell-Scott)
φειδωλή: ἡ, = φειδώ, μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31.
English (Autenrieth)
sparing, grudging use, Il. 22.244†.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. φειδώ, οικονομία
2. θηλ. τοῦ φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλή (πρβλ. εὐχωλή, τερπωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο του φειδωλός. Ανάλογη περίπτωση παρατηρείται και στο ζεύγος ἁμαρτωλή: ἁμαρτωλός.
Greek Monotonic
φειδωλή: ἡ, = φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.