στερνοτυπής: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («[[πάταγος]] [[στερνοτυπής]]», Αντίπ. Θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μηρο</i>-<i>τυπής</i>].
|mltxt=-ές, ΜΑ<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («[[πάταγος]] [[στερνοτυπής]]», Αντίπ. Θεσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέρνον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύπτω]] «[[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. [[μηροτυπής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:35, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερνοτῠπής Medium diacritics: στερνοτυπής Low diacritics: στερνοτυπής Capitals: ΣΤΕΡΝΟΤΥΠΗΣ
Transliteration A: sternotypḗs Transliteration B: sternotypēs Transliteration C: sternotypis Beta Code: sternotuph/s

English (LSJ)

ές, of or from beaten breasts, κτύπος E.Supp.604 (lyr.); σ. πάταγος AP7.711 (Antip.); cf. στέρνον 1.1.

German (Pape)

[Seite 938] ές, ἰάλεμος, Klagegeschrei, wobei man sich die Brust schlägt; κτύποι, Eur. Suppl 604; πάταγος, Antp. Sid. 98 (VII, 711).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qu'on fait en se frappant la poitrine.
Étymologie: στέρνον, τύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερνοτυπής -ές [στέρνον, τύπτω] voortgebracht door het slaan op de borst:. κτύπος het gedreun Eur. Suppl. 604.

Russian (Dvoretsky)

στερνοτῠπής: издаваемый ударами в грудь (κτύπος Eur.; πάταγος Anth.).

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία («πάταγος στερνοτυπής», Αντίπ. Θεσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηροτυπής].

Greek Monotonic

στερνοτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που ανήκει ή προέρχεται από το στηθοκόπημα, από τα χτυπήματα που δίνει κάποιος στο στήθος του για να εκφράσει τη θλίψη και την οδύνη του, σε Ευρ., Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

στερνοτῠπής: -ές, (τύπτω) ὁ ἀνήκων εἰς τυπτόμενα στήθη ἢ ἐξ αὐτῶν προερχόμενος, κτύπος Εὐρ. Ἱκέτ. 604· πάταγος στ. Ἀνθ. Π. 7. 711· πρβλ. στέρνον Ι. 1. - Παρ’ Ἡσυχ. στερνοτύπτης. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 266.

Middle Liddell

στερνο-τῠπής, ές τύπτω
of or from beaten breasts, Eur., Anth.