ταυροσφάγος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σφάζει ταύρους, [[ιδίως]] για [[θυσία]] ή αυτός [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου θυσιάζονται ταύροι («[[ταυροσφάγος]] [[ἡμέρα]]» — [[ημέρα]] θυσιών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφάγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]], <b>πρβλ.</b> [[σφαγή]]), <b>πρβλ.</b> <i>χοιρο</i>-<i>σφάγος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που σφάζει ταύρους, [[ιδίως]] για [[θυσία]] ή αυτός [[κατά]] τη [[διάρκεια]] του οποίου θυσιάζονται ταύροι («[[ταυροσφάγος]] [[ἡμέρα]]» — [[ημέρα]] θυσιών, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σφάγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφάζω]], <b>πρβλ.</b> [[σφαγή]]), [[πρβλ]]. [[χοιροσφάγος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 11:40, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροσφάγος Medium diacritics: ταυροσφάγος Low diacritics: ταυροσφάγος Capitals: ΤΑΥΡΟΣΦΑΓΟΣ
Transliteration A: taurosphágos Transliteration B: taurosphagos Transliteration C: tavrosfagos Beta Code: taurosfa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, bull-slaughtering, especially in sacrifice, τ. ἡμέρα S.Tr.609; τ. λέαινα Lyc.47; of dithyrambic poets, Tz.Diff. Poet.17.

German (Pape)

[Seite 1074] wie ταυροκτόνος, Stiere schlachtend, opfernd, ἡμέρα, der Opfertag, Soph. Trach. 606.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l'on immole un taureau ou des taureaux.
Étymologie: ταῦρος, σφάττω.

Russian (Dvoretsky)

ταυροσφάγος: (ᾰγ) закалывающий быка: ἡμέρᾳ ταυροσφάγῳ Soph. в день заклания быков.

Greek (Liddell-Scott)

ταυροσφάγος: -ον, (√ΣΦΑΓ, σφάττω) ὡς τὸ ταυροκτόνος, ὁ σφάζων ταύρους, μάλιστα ἐν θυσίᾳ, τ. ἡμέρα, ταυροκτόνος, Σοφ. Τρ. 609· τ. λέαινα Λυκόφρ. 47.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σφάζει ταύρους, ιδίως για θυσία ή αυτός κατά τη διάρκεια του οποίου θυσιάζονται ταύροι («ταυροσφάγος ἡμέρα» — ημέρα θυσιών, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -σφάγος (< σφάζω, πρβλ. σφαγή), πρβλ. χοιροσφάγος].

Greek Monotonic

ταυροσφάγος: [ᾰ], -ον (σφάττω), αυτός που σφάζει ταύρους, κυρίως λέγεται για θυσία, σε Σοφ.

Middle Liddell

ταυρο-σφάγος, ον, σφάττω
bull-slaughtering, sacrificial, Soph.

English (Woodhouse)

killing bulls

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)