καλλίσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («[[καλλίσφυρος]] Ἰνώ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»), [[πρβλ]]. [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, <i>ροδό</i>-<i>σφυρος</i>].
|mltxt=καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («[[καλλίσφυρος]] Ἰνώ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»), [[πρβλ]]. [[λευκόσφυρος]], [[ροδόσφυρος]]).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:55, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίσφῠρος Medium diacritics: καλλίσφυρος Low diacritics: καλλίσφυρος Capitals: ΚΑΛΛΙΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: kallísphyros Transliteration B: kallisphyros Transliteration C: kallisfyros Beta Code: kalli/sfuros

English (LSJ)

ὁ, ἡ (fem. -σφύρα Sch.B.Scol.Oxy.5i24), beautifulankled, of women, καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης Il.9.560, cf. 14.319, Od. 5.333; Νίκη Hes.Th.384; Ἥβη Poet. ap. Luc.DMort.16.1.

German (Pape)

[Seite 1311] mit schönen Knöcheln am Fuße, schönfüßig, Beiwort schöner Frauen; Il. 14, 319 Od. 5, 333; νίκη Hes. Th. 384. 507; Ἥβη Luc. D. mort. 16, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles chevilles, aux beaux pieds.
Étymologie: καλός, σφυρόν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλίσφυρος -ον [καλός, σφυρόν] met fraaie enkels:. καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης vanwege een meisje met prachtige enkels Il. 9.560.

Russian (Dvoretsky)

καλλίσφῠρος: с красивыми лодыжками, т. е. с изящными ногами (νύμφη Hom.; νίκη Hes.; Ἣβη Luc.).

English (Autenrieth)

(σφυρά): fair-ankled.

Greek Monolingual

καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)
αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκόσφυρος, ροδόσφυρος).

Greek Monotonic

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ (σφυρόν), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου ἕνεκα νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίσφυρος· καλή, ἀπὸ μέρους. εὔρυθμος».

Middle Liddell

καλλίσφῠρος, ὁ, ἡ, σφυρόν
beautiful-ankled, Hom.