αὐτοφόντης: Difference between revisions
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτοφόντης:''' ου ὁ убийца близких Eur. | |elrutext='''αὐτοφόντης:''' ου ὁ [[убийца близких]] Eur. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 08:40, 11 May 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, murderer of kin, E.Med.1269; prob. corrupt in S.El.272; στρῆνος Lyc.438.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ asesino de la propia familia ὁ αὐ. ... πατρός S.El.272, cf. E.Med.1269, αἱ Νυκτὸς κόραι πρὸς αὐτοφόντην στρῆνον ὥπλισαν μόρου Lyc.438.
German (Pape)
[Seite 404] ὁ, Selbstmörder, v.l. Soph. El. 264; Eur. Med. 1269; στρῆνος Lycophr. 438.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui tue de sa main, meurtrier.
Étymologie: αὐτός, πεφνεῖν.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοφόντης: ου ὁ убийца близких Eur.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοφόντης: -ου, ὁ φονεύς, Εὐρ. Μήδ. 1260.
Greek Monolingual
αὐτοφόντης, ο (Α)
ο φονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φόντης < θείνω «σκοτώνω» με επίδραση του φόνος (πρβλ. ανδροφόντης, μητροφόντης, πατροφόντης κ.ά.)].
Greek Monotonic
αὐτοφόντης: -ου, ὁ, = το προηγ., ο δολοφόνος, σε Ευρ.