σαγή: Difference between revisions

From LSJ

τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν → he used to say, Opinion forming is the stoppage of progress

Source
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για [[ίππευση]], για [[ζεύξη]] ή για [[φόρτωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φορτίο]] τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («[[αὐτόφορτος]] οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο [[ίδιος]] τις αποσκευές του, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδοιπορικός]] [[σάκος]], δισάκι<br /><b>3.</b> σκεύη, έπιπλα<br /><b>4.</b> [[οπλισμός]] («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[σάγμα]], [[σαμάρι]]<br /><b>6.</b> [[καθετί]] που γεμίζει το [[σάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σαγ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ταγ</i>-<i>ή</i>)].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σύνολο]] τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για [[ίππευση]], για [[ζεύξη]] ή για [[φόρτωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[φορτίο]] τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («[[αὐτόφορτος]] οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο [[ίδιος]] τις αποσκευές του, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[οδοιπορικός]] [[σάκος]], δισάκι<br /><b>3.</b> σκεύη, έπιπλα<br /><b>4.</b> [[οπλισμός]] («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)<br /><b>5.</b> [[σάγμα]], [[σαμάρι]]<br /><b>6.</b> [[καθετί]] που γεμίζει το [[σάγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάττω]] «[[γεμίζω]], [[στοιβάζω]]» (για το θ. <i>σαγ</i>- <b>βλ. λ.</b> [[σάττω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ή</i> ([[πρβλ]]. [[ταγή]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:12, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰγή Medium diacritics: σαγή Low diacritics: σαγή Capitals: ΣΑΓΗ
Transliteration A: sagḗ Transliteration B: sagē Transliteration C: sagi Beta Code: sagh/

English (LSJ)

ἡ, a man's A pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκεία σαγῇ, i.e. carrying his own baggage, etc., A.Ch.675; scrip, wallet, knapsack, Ion Trag.7: then, generally, harness, furniture, equipment, παντελῆ σαγὴν ἔχων A.Ch.560, cf. E.Rh.207; τοξήρης σ. Id.HF188; esp. armour, harness, S.Fr.1092 (prob.), cf. Ar.Fr.848, Men.1061, LXX 2 Ma.3.25; also in plural, φεράσπιδες σαγαί A.Pers.240 (troch.), cf. Th. 125 (lyr.), 391. II later = σάγμα ΙΙ, pack saddle, PGoodsp.Cair.30 xxxviii 16 (ii A.D.), Babr.7.12, Poll.1.185, 10.54; καμήλου J.AJ1.19.10; also the padding of a saddle, Str.15.1.20. (From σάττω: hence πανσαγία or πασσαγία.—On the accent, v. Hdn.Gr.1.309.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
το σύνολο τών εξαρτημάτων που τίθενται στα υποζύγια για ίππευση, για ζεύξη ή για φόρτωση
αρχ.
1. το φορτίο τών αποσκευών που ανήκουν σε οδοιπόρο («αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ» — μεταφέροντας ο ίδιος τις αποσκευές του, Αισχύλ.)
2. οδοιπορικός σάκος, δισάκι
3. σκεύη, έπιπλα
4. οπλισμός («καὶ καλλίστῃ σαγῇ διακεκοσμημένος», ΠΔ)
5. σάγμα, σαμάρι
6. καθετί που γεμίζει το σάγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, στοιβάζω» (για το θ. σαγ- βλ. λ. σάττω) + κατάλ. -ή (πρβλ. ταγή)].

Greek Monotonic

σαγή: [ᾰ], ἡ (σάττω),
I. αποσκευές ενός ανθρώπου, φορτίο που περιέχει τα προσωπικά του αντικείμενα, αὐτόφορτος οἰκεία σάγη, δηλ. κουβαλώντας τις δικές του αποσκευές, σε Αισχύλ.· γενικά, ιπποσκευή, οπλισμός, εξοπλισμός, στον ίδ., σε Ευρ.
II. = σάγμα II, σαμάρι, σε Βάβρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαγή -ῆς, ἡ [σάττω] bepakking, bagage; spec. bewapening, uitrusting, ook plur.: πρέποντες δορυσσοῖς σαγαῖς opvallend door hun bewapening met snel bewegende speren Aeschl. Sept. 125.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
See also: s. σάττω.

Middle Liddell

σᾰγή, ἡ, σάττω
I. a man's pack, baggage, αὐτόφορτος οἰκείᾳ σαγῇ, i. e. carrying his own baggage, Aesch.: generally, harness, equipment, Aesch., Eur.
II. = σάγμα II, a pack-saddle, Babr.

Frisk Etymology German

σαγή: {sagḗ}
Grammar: f.
See also: s. σάττω.
Page 2,670

English (Woodhouse)

baggage, dress, equipment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)