σμώχω: Difference between revisions

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τρίβω]] («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσβάλλω]] με ύβρεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σμω</i>- της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]]» με το ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>χω</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σμή</i>-<i>χω</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα <i>σώσμώχω χω</i>, [[ψώχω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τρίβω]] («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσβάλλω]] με ύβρεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σμω</i>- της ρίζας <i>σμη</i>- του ρ. <i>σμῶ</i> «[[πλένω]], [[σφουγγίζω]], [[καθαρίζω]]» με το ενεστωτικό [[επίθημα]] -<i>χω</i> ([[πρβλ]]. [[σμήχω]]). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα <i>σώσμώχω χω</i>, [[ψώχω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:18, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμώχω Medium diacritics: σμώχω Low diacritics: σμώχω Capitals: ΣΜΩΧΩ
Transliteration A: smṓchō Transliteration B: smōchō Transliteration C: smocho Beta Code: smw/xw

English (LSJ)

A rub down, grind down, καὶ σμώχετ' ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν Ar. Pax 1309; σμώξας Nic.Th.530. 2 metaph., attack with abuse, Diodorus ap.Sch.Ar.Th.396.

German (Pape)

[Seite 912] = σμάω, σμήχω, reiben, abwischen, reinigen, ἐκλαμπρύνειν, Schol. zu Ar. a. a. O.; ἀμφοῖν τοῖν γνάθοιν, Ar. Pax 1274, wo der Schol. τρίβειν, ἐσθίειν erklärt; bei Nic. Ther. 530 ist σμώξας v.l. für μίξας. – Die VLL. erkl. σμῶξαι, πατάξαι, u. leiten davon σμῶδιξ her.

French (Bailly abrégé)

frotter, écraser, broyer.
Étymologie: DELG cf. σμήω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμώχω [~ σμήχω] vermorzelen.

Russian (Dvoretsky)

σμώχω: перемалывать, перетирать, т. е. жевать (ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Arph.).

Greek Monolingual

Α
1. τρίβω («καὶ σμώχετ' ἀμφοῑν τοῑν γνάθοιν», Αριστοφ.)
2. μτφ. προσβάλλω με ύβρεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σμω- της ρίζας σμη- του ρ. σμῶ «πλένω, σφουγγίζω, καθαρίζω» με το ενεστωτικό επίθημα -χω (πρβλ. σμήχω). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, το ρ. σχηματίστηκε αναλογικά προς τα σώσμώχω χω, ψώχω.

Greek Monotonic

σμώχω: μέλ. -ξω (σμάω), κατατρίβω, λιανίζω, κοπανίζω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σμώχω: μέλλ. -ξω. (σμάω), ψήχω, τρίβω, κατατρίβω, «λιανίζω», καὶ σμώχετ’ ἀμφοῖν ταῖν γνάθοιν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1309· σμώξας Νικ. Θηρ. 530. 2) μεταφορ., πρσβάλλω δι’ ὕβρεων, Διόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 396 (389). - Καθ’ Ἡσυχ.: «ἐνεργεῖν μετὰ σπουδῆς».

Frisk Etymological English

See also: s. σμάω

Middle Liddell

σμώχω, σμάω
to rub down, grind down, Ar.