στάδην: Difference between revisions

From LSJ

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε όρθια [[στάση]] («[[στάδην]] ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με το [[ζύγι]], ανάλογα με το [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i>- του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στάγ</i>-<i>δην</i>)].
|mltxt=Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> σε όρθια [[στάση]] («[[στάδην]] ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> με το [[ζύγι]], ανάλογα με το [[βάρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i>- του [[ἵστημι]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δην</i> ([[πρβλ]]. [[στάγδην]])].
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=See also: s. [[στάδιος]]
|etymtx=See also: s. [[στάδιος]]
}}
}}

Revision as of 16:20, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδην Medium diacritics: στάδην Low diacritics: στάδην Capitals: ΣΤΑΔΗΝ
Transliteration A: stádēn Transliteration B: stadēn Transliteration C: stadin Beta Code: sta/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἵστημι) in standing posture, σ. ἑστῶτες standing stock-still, Pl.Com.130; cf. στήδην.

German (Pape)

[Seite 926] adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 en se tenant debout;
2 selon le poids.
Étymologie: v. ἵστημι.

Greek (Liddell-Scott)

στάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ἵστημι) ἱστάμενος, ὄρθιος, στάδην ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. (ἵστημι: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, ἀνάλογος τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. στήδην.

Greek Monolingual

Α
επίρρ.
1. σε όρθια στάσηστάδην ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.)
2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στάγδην)].

Frisk Etymological English

See also: s. στάδιος