ὀξύχολος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an

Menander, Monostichoi, 476
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀξύχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύχολον</i><br />η [[οξυθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>πικρό</i>-<i>χολος</i>)].
|mltxt=[[ὀξύχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που θυμώνει εύκολα, [[οξύθυμος]], [[ευέξαπτος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀξύχολον</i><br />η [[οξυθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>οξυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χόλος]] ([[πρβλ]]. [[πικρόχολος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:00, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠχολος Medium diacritics: ὀξύχολος Low diacritics: οξύχολος Capitals: ΟΞΥΧΟΛΟΣ
Transliteration A: oxýcholos Transliteration B: oxycholos Transliteration C: oksycholos Beta Code: o)cu/xolos

English (LSJ)

ον, quick to anger, Sol.13.26, S.Ant.955 (v.l. for ὀξυχόλως), AP9.127; τὸ ὀ. Luc.Fug.19.

German (Pape)

[Seite 355] scharfgallig, jähzornig; Luc. D. D. 24, 2; Ep. ad. 404 (IX, 127) u. sonst. – Adv., Soph. ζεύχθη δ' ὀξυχόλως παῖς ὁ Δρύαντος, Ant. 945.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irascible (propr. qui a la bile prompte) ; τὸ ὀξύχολον, l'irascibilité.
Étymologie: ὀξύς, χολή.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύχολος: (ῠ) пылкий, горячий или вспыльчивый Soph., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύχολος: -ον, ταχὺς εἰς ὀργήν, Σόλων 12. 26, Σοφ. Ἀντ. 955 (κατὰ Scaliger ἀντὶ ὀξυχόλως), Ἀνθ. Π. 9. 127· - τὸ ὀξύχολον = ὀξυχολία, Λουκ. Δραπέτ. 19.

Greek Monolingual

ὀξύχολος, -ον (Α)
1. αυτός που θυμώνει εύκολα, οξύθυμος, ευέξαπτος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύχολον
η οξυθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + χόλος (πρβλ. πικρόχολος)].

Greek Monotonic

ὀξύχολος: -ον, ευέξαπτος, ευερέθιστος, σε Σόλωνα, Σοφ.

Middle Liddell

ὀξύ-χολος, ον,
quick to anger, Solon., Soph.