cambio: Difference between revisions

From LSJ

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
m (Text replacement - ":: ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)\n" to ":: $1, $2 ")
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[διάβασις]], [[ἀμειβώ]], [[ἀνταλλαγή]], [[ἀντιμετάταξις]], [[ἀλλοίωμα]], [[ἀλλοίωσις]], [[διατροπή]], [[ἀμοιβή]], [[διάλλαξις]], [[ἐναλλοίωσις]], [[ἐξαλλαγή]], [[ἄλλαξις]], [[ἀλλαγή]], [[ἀλλαγίη]], [[διαλλαγή]], [[ἔκστρεψις]], [[ἀλλαγμός]], [[ἀντιμετάληψις]], [[ἐναλλαγή]], [[ἐξάλλαξις]], [[ἀντίπρασις]], [[διαλλάσσω]], [[διάφορος]], [[ἐνάλλαξις]], [[ἐκτροπή]], [[διάμειψις]], [[ἄμειψις]], [[ἄλλαγμα]], [[ἔκβασις]], [[ἐνάλλαγμα]], [[ἀγχίστροφος]], [[διαστολή]], [[διάλλαγμα]], [[ἀλλοιοτροπία]], [[ἀναστροφή]]
|sltx=[[διάβασις]], [[ἀμειβώ]], [[ἀνταλλαγή]], [[ἀντιμετάταξις]], [[ἀλλοίωμα]], [[ἀλλοίωσις]], [[διατροπή]], [[ἀμοιβή]], [[διάλλαξις]], [[ἐναλλοίωσις]], [[ἐξαλλαγή]], [[ἄλλαξις]], [[ἀλλαγή]], [[ἀλλαγίη]], [[διαλλαγή]], [[ἔκστρεψις]], [[ἀλλαγμός]], [[ἀντιμετάληψις]], [[ἐναλλαγή]], [[ἐξάλλαξις]], [[ἀντίπρασις]], [[διαλλάσσω]], [[διάφορος]], [[ἐνάλλαξις]], [[ἐκτροπή]], [[διάμειψις]], [[ἄμειψις]], [[ἄλλαγμα]], [[ἔκβασις]], [[ἐνάλλαγμα]], [[τὸ ἀγχίστροφον]], [[διαστολή]], [[διάλλαγμα]], [[ἀλλοιοτροπία]], [[ἀναστροφή]]
}}
}}

Revision as of 11:33, 13 May 2023

Latin > English

cambio cambiare, -, - V TRANS :: exchange, barter
cambio cambio cambiare, cambiavi, cambiatus V :: change (of money)
cambio cambio cambire, campsi, cambitus V TRANS :: exchange, barter

Latin > English (Lewis & Short)

cambio: īre, v. n. (
I perf. campsi, acc. to Charis. pp. 219 and 233 P., and Prisc. p. 906 ib.) whence the Ital. and mercantile cambio, cambiare, cambiatura, etc.; Fr. change, changer, etc.; Engl. change, etc.], to exchange, barter: muto, ἀμείβομαι, Charis. l.l. (post-class. and very rare), App. Mag. p. 284; Sicul. Flacc. Cond. Agr. p. 13 Goes.

Latin > French (Gaffiot 2016)

cambĭō, āvī, āre, tr., échanger, troquer : Apul. Apol. 17. 4e conj. campsi, cambire Char. 247 ; 262 ; Prisc. Gramm. 10, 52.

Latin > German (Georges)

cambio, āvī, āre (κάμπτω), wechseln, tauschen, Apul. apol. 17. Gromat. vet. p. 151, 20. – / Nbf. cambio, cambsi od. campsi, angef. v. Charis. 247, 9 u. 262, 5. Prisc. 10, 52.

Spanish > Greek

διάβασις, ἀμειβώ, ἀνταλλαγή, ἀντιμετάταξις, ἀλλοίωμα, ἀλλοίωσις, διατροπή, ἀμοιβή, διάλλαξις, ἐναλλοίωσις, ἐξαλλαγή, ἄλλαξις, ἀλλαγή, ἀλλαγίη, διαλλαγή, ἔκστρεψις, ἀλλαγμός, ἀντιμετάληψις, ἐναλλαγή, ἐξάλλαξις, ἀντίπρασις, διαλλάσσω, διάφορος, ἐνάλλαξις, ἐκτροπή, διάμειψις, ἄμειψις, ἄλλαγμα, ἔκβασις, ἐνάλλαγμα, τὸ ἀγχίστροφον, διαστολή, διάλλαγμα, ἀλλοιοτροπία, ἀναστροφή