πτωχόμουσος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[φυσικά]] πνευματικά χαρίσματα [[αλλά]] [[είναι]] [[φτωχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> [[μοῦσα]] (<b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>μουσος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[φυσικά]] πνευματικά χαρίσματα [[αλλά]] [[είναι]] [[φτωχός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πτωχός]] <span style="color: red;">+</span> [[μοῦσα]] ([[πρβλ]]. [[κακόμουσος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:50, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχόμουσος Medium diacritics: πτωχόμουσος Low diacritics: πτωχόμουσος Capitals: ΠΤΩΧΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: ptōchómousos Transliteration B: ptōchomousos Transliteration C: ptochomousos Beta Code: ptwxo/mousos

English (LSJ)

ον, living (or rather starving) by his wits, κόλαξ Gorg.Fr.15 (πτωχομουσοκόλακας cj. Vahlen).

German (Pape)

[Seite 813] ὁ, ein Betteldichter, κόλαξ, Gorgias bei Arist. rhet. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
ingénieux pour mendier.
Étymologie: πτωχός, μοῦσα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωχόμουσος -ον [πτωχός, μοῦσα] ‘bedelmuze’ Gorg. B 15 =. Aristot. Rh. 1405b38.

Russian (Dvoretsky)

πτωχόμουσος: искусно просящий подаяния (κόλαξ Gorgias ap. Arst.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φυσικά πνευματικά χαρίσματα αλλά είναι φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + μοῦσα (πρβλ. κακόμουσος)].

Greek Monotonic

πτωχόμουσος: ὁ, ζητιάνος ποιητής, σε Γοργία παρ' Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχόμουσος: -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. κόλαξ ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ σημασία ἀμφίβ.· ἴσως, ὁ ζῶν (ἢ μᾶλλον πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του.

Middle Liddell

πτωχό-μουσος, ὁ,
a beggar-poet, Gorg. ap. Arist.